συνάδελφος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(1b) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synadelfos | |Transliteration C=synadelfos | ||
|Beta Code=suna/delfos | |Beta Code=suna/delfos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one that has a brother or sister]], opp. [[ἀνάδελφος]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.3.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[member of an association]], PMasp.2.11 (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν- | |elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen. | |mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 19 October 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4. II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a des frères ou des sœurs.
Étymologie: σύν, ἀδελφός.
Greek Monolingual
ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον
αρχ.
1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο
2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀδελφός.
Greek Monotonic
συνάδελφος: -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνάδελφος: (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.