συνῳδός: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνῳδός:''' <b class="num">1)</b> поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> стройный, последовательный, связный ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником. | |elrutext='''συνῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> стройный, последовательный, связный ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:10, 10 January 2019
English (LSJ)
(also συνᾰοιδός E.HF787 (lyr.)), όν, (ᾠδή)
A singing or sounding in unison with, echoing or responsive to, ὄρνις . . ἄχεσι σ. E. Ph.1518 (lyr.); θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοί Id.Or.133, cf. Hel.174 (lyr.). 2 abs., in harmony, accordant, λόγος Pl.Phd.92c; ἦχος D.H.Comp.22; ῥῆμα APl.4.226 (Alc.); ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι cj. in E. Supp.73 (lyr.). II metaph., according with, in harmony with, c. dat., Hdt.5.92.γ, E.Med.1008, etc.; ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδά Ar.Av. 635 (lyr.); λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Arist.EN1172b5, cf. 1098b30; σ. εἰσὶν οἱ ἀστέρες τοῖς ἀποτελές μασι PMich. in Class.Phil.22.16; ὁκόσα πεπέρει ξυνῳδά pepper and cognate substances, Aret.CA1.10: c. gen., τὴν ὁμοείδειαν σ. τοῦ τόνου A.D.Adv.165.23: abs., ἴσως ξυνῳδὸς τῷ χρόνῳ γενήσεται Call.Com.2 (a) D.
Greek (Liddell-Scott)
συνῳδός: -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, ὄρνις ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., ἁρμονικός, σύμφωνος (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· ῥῆμα Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., σύμφωνος ἢ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τινα ἢ πρός τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui unit son chant ou ses accords à, τινι;
2 fig. qui s’accorde avec, τινι.
Étymologie: σύν, ᾠδή.
Greek Monolingual
και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α
1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.)
3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ῳδός (< ἀοιδός)].
Russian (Dvoretsky)
συνῳδός:
1) поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;
2) стройный, последовательный, связный (λόγος Plat.);
3) согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ῳδός -όν, Att. ook ξυνῳδός, poët. συναοιδός Eur. HF 787 meezingend (met), samen zingend (met), met dat.: τοῖς ἐμοῖς θρηνήμασι ξυνῳδοί die meezingen met mijn rouwklachten Eur. Or. 133. overdr. overeenstemmend (met), met dat.: λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις woorden die met de daden overeenstemmen Aristot. EN 1172b5.
Middle Liddell
[ᾠδή]
I. singing or sounding in unison with, responsive, Eur.
2. absol. in harmony, accordant, Plat.
II. metaph. according with, in harmony with, τινί Hdt., Eur., etc.