λαγνεία: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λαγνεία]], ιων. τ. λαγνείη) [[λαγνεύω]]<br />[[φιληδονία]], [[ηδυπάθεια]] [[ακολασία]], [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις ( | |mltxt=η (Α [[λαγνεία]], ιων. τ. λαγνείη) [[λαγνεύω]]<br />[[φιληδονία]], [[ηδυπάθεια]] [[ακολασία]], [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις («τοῦ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι [[ἄλλο]] αἰτιώτερον [[εἶναι]];», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνουσία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (LSJ)
Ion. λαγν-είη, ἡ,
A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).
Greek (Liddell-Scott)
λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.
Greek Monolingual
η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῦ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.
Greek Monotonic
λαγνεία: ἡ, λαχτάρα, επιθυμία, συνουσία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λαγνεία: ἡ
1) соитие Arst.;
2) похоть, распутство Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
λαγνεία, ἡ,
lasciviousness, lust, Xen. [from λάγνος