ὀρφανία: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orfania
|Transliteration C=orfania
|Beta Code=o)rfani/a
|Beta Code=o)rfani/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">orphanhood</b>, <span class="bibl">Lys.26.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>926e</span>, al.: in pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Cri.</span>45d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bereavement, want of . .</b>, στεφάνων <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).7</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[orphanhood]], <span class="bibl">Lys.26.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>926e</span>, al.: in pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Cri.</span>45d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bereavement, want of . .</b>, στεφάνων <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνία Medium diacritics: ὀρφανία Low diacritics: ορφανία Capitals: ΟΡΦΑΝΙΑ
Transliteration A: orphanía Transliteration B: orphania Transliteration C: orfania Beta Code: o)rfani/a

English (LSJ)

ἡ,

   A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in pl., Id.Cri.45d.    II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Uebertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ.στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

English (Slater)

ὀρφᾰνία
   1 want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)

Greek Monolingual

και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρησηὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].

Greek Monotonic

ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνία:
1) сиротство Plat., Lys., Plut.;
2) недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).

Middle Liddell

ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.