παρατήρησις: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
(1ba) |
(c2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρατήρησις]], εως,<br />[[observation]], [[μετὰ]] παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest. | |mdlsjtxt=[[παρατήρησις]], εως,<br />[[observation]], [[μετὰ]] παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':parat»rhsij 爬拉-帖雷西士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':在旁-保存(著)<p>'''字義溯源''':檢視,觀察,眼見的;源自([[παρατηρέω]])=在旁檢視,窺探);由([[παρά]])*=旁,出於)與([[τηρέω]])=防守)組成;其中 ([[τηρέω]])出自([[τήρησις]])X*=守望)<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 眼見的(1) 路17:20 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25 ; παρατηρήσεις ἄστρων D. S. 1.28, cf. 5.31 ; π. παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14 (Epid., ii A. D.) ; ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b ; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20 : in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8 ; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b ; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127 ; so κατὰ ἱστορίαν ἢ π. Phld.Rh. 1.40 S. 2. observance of rules, etc., D.T.629.21. 3. remark, note, παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2, cf. Sch.Ar.Ra.1258 ; ψιλὴ π. bare notice, A.D.Pron.41.8.
German (Pape)
[Seite 503] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ ἐνέδρα, Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31.
Greek (Liddell-Scott)
παρατήρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὕτως ὥστε νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον παρατήρησις πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., παρατήρησις, σημείωσις, Λογγῖν. 23, Σχολ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 observation (des astres, des augures, etc.);
2 action d’épier, surveillance.
Étymologie: παρατηρέω.
English (Strong)
from παρατηρέω; inspection, i.e. ocular evidence: obervation.
English (Thayer)
παρατηρήσεως, ἡ (παρατηρέω), observation (Polybius 16,22, 8), Diodorus, Josephus, Antoninus, Plutarch, others): μετά παρατηρήσεως, in such a manner that it can be watched with the eyes, i. e. in a visible manner, Luke 17:20.
Greek Monotonic
παρατήρησις: ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παρατήρησις: εως ἡ
1) наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
2) высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατήρησις -εως, ἡ [παρατηρέω] waarneming, observatie:. μετὰ παρατηρήσεως op waarneembare wijze NT Luc. 17.20.
Middle Liddell
παρατήρησις, εως,
observation, μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest.
Chinese
原文音譯:parat»rhsij 爬拉-帖雷西士詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-保存(著)
字義溯源:檢視,觀察,眼見的;源自(παρατηρέω)=在旁檢視,窺探);由(παρά)*=旁,出於)與(τηρέω)=防守)組成;其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 眼見的(1) 路17:20