προστατήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προστατεύει («[[προστατήριος]] [[θεός]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του οποίου το [[άγαλμα]] ήταν τοποθετημένο [[μπροστά]] από τις θύρες<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προστατήριος]]<br />(στη Βοιωτία) [[ονομασία]] ενός [[μήνα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «δεῑμα προστατήριον καρδίας» — [[φόβος]] που απειλεί να κυριεύσει την [[καρδιά]], την [[ψυχή]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προστατῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐχη</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προστατεύει («[[προστατήριος]] [[θεός]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του οποίου το [[άγαλμα]] ήταν τοποθετημένο [[μπροστά]] από τις θύρες<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστατήριος]]<br />(στη Βοιωτία) [[ονομασία]] ενός [[μήνα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «δεῑμα προστατήριον καρδίας» — [[φόβος]] που απειλεί να κυριεύσει την [[καρδιά]], την [[ψυχή]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προστατῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐχη</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτήριος Medium diacritics: προστατήριος Low diacritics: προστατήριος Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: prostatḗrios Transliteration B: prostatērios Transliteration C: prostatirios Beta Code: prostath/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A standing before, δεῖμα π. καρδίας fear hovering before, or lording it over, my heart, A.Ag.976 (lyr.).    II standing before, protecting, of Artemis, Id.Th.449; of Apollo as the tutelary god or (acc. to Hsch., Phot.) from his statue standing before the doors, S.El.637, Orac. ap. D.21.52, IG22.674.6, al.; π. θεοί CIG3530 (Cyme).    III ὁ Π. (sc. μήν), a Boeot, month, Plu.2.655e.

German (Pape)

[Seite 781] α, ον, vorstehend, beschützend, Ἄρτεμις, Aesch. Spt. 431; vor der Seele stehend, vorschwebend, δεῖγμα προστατήριον καρδίας, 950; nach Phot. u. a. VLL. bes. Apollo, ἐπεὶ πρὸ θυρῶν αὐτὸν ἱδρύοντο; so Soph. El. 627; Dem. 21, 52; Paus. 1, 44, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se présente en avant :
1 qui se tient devant, qui assiège, gén.;
2 qui protège, protecteur, défenseur;
3 qui précède ; ὁ Προστατήριος, le mois Prostatérios, dans le calendrier béotien (p.-ê. l’attique Ἀνθεστηριών).
Étymologie: προστατέω.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον ή κάτι
2. αυτός που προστατεύει («προστατήριος θεός», επιγρ.)
3. το θηλ. προσωνυμία της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς
4. (το αρσ.) προσωνυμία του Απόλλωνος, του οποίου το άγαλμα ήταν τοποθετημένο μπροστά από τις θύρες
5. το αρσ. ως ουσ.προστατήριος
(στη Βοιωτία) ονομασία ενός μήνα
6. φρ. «δεῑμα προστατήριον καρδίας» — φόβος που απειλεί να κυριεύσει την καρδιά, την ψυχή (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστατῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. εὐχη-τήριος)].

Greek Monotonic

προστᾰτήριος: -α, -ον,
I. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον, δεῖμα προστατήριον καρδίας, φόβος που αιωρείται στην καρδιά μου ή την κυριεύει, σε Αισχύλ.
II. αυτός που στέκεται μπροστά, προστατευτικός, στον ίδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰτήριος:
1) досл. стоящий напротив, осаждающий, перен. щемящий (δεῖμα προστατήριον καρδίας Aesch.);
2) стоящий впереди, охраняющий (Ἄρτεμις Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστατήριος -α -ον [προστάτης] staand voor, met gen.: δεῖμα προστατήριον καρδίας angst die zich voor mijn hart bevindt Aeschl. Ag. 976. beschermend, epith. van Artemis en Apollo.

Middle Liddell

προστᾰτήριος, η, ον [from προστᾰτέω]
I. standing before, δεῖμα πρ. καρδίας fear hovering before, or domineering over, my heart, Aesch.
II. standing before, protecting, Aesch., Soph.