τετράπεδος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrapedos | |Transliteration C=tetrapedos | ||
|Beta Code=tetra/pedos | |Beta Code=tetra/pedos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with four surfaces</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with four surfaces</b> or [[sides]], [[squared]], λίθοι <span class="bibl">D.S.20.95</span>, cf. <span class="title">IG</span>42(1).119.14, al. (Epid.), <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>6.29.5</span> (v.l. [[τετραπόδου]]), <span class="bibl">Hdn.8.4.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">of four feet</b>, κλίμακατῷ πλάτειτετράπεδον <span class="bibl">Plb.8.4.4</span>, cf. Orac. ap. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span> 15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:30, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A with four surfaces or sides, squared, λίθοι D.S.20.95, cf. IG42(1).119.14, al. (Epid.), Arr.An.6.29.5 (v.l. τετραπόδου), Hdn.8.4.2. II of four feet, κλίμακατῷ πλάτειτετράπεδον Plb.8.4.4, cf. Orac. ap. Plu.Aem. 15.
German (Pape)
[Seite 1098] vierflächig, mit vier Flächen od. Ebenen, Hdn. 8, 4, 4. Aber τετράπεδον μέγεθος ist eine Größe von vier Fuß, Plut. Aemil. 15, wie κλῖμαξ Pol. 8, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπεδος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ἐπιφανειῶν ἢ πλευρῶν ἀποτελούμενος, τετράγωνος, λίθοι Διόδ. 20. 95, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29 (Ἀντίγραφα τετραπόδου), Ἡρῳδιαν. 8. 4. ΙΙ. ἔχων μῆκος ἢ πλάτος τεσσάρων ποδῶν, τῷ πλάτει Πολύβ. 8. 6, 4, πρβλ. Χρησμ. ἐν Πλουτ. Αἰμιλ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, etc., de quatre pieds.
Étymologie: τέσσαρες, πέζα.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί-πεδος].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ὀκτά-πεδος].
Russian (Dvoretsky)
τετράπεδος: πέδον четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).
πούς имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).