τίποτε: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch? | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch? | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[τίπτε]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089. | |lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:50, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 1117] was denn? warum doch?
French (Bailly abrégé)
v. τίπτε.
Greek (Liddell-Scott)
τίποτε: ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί τάχα; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; οὐ μανθάνω, τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ τέκνον; δὲν σὲ καταλαμβάνω, Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
Greek Monolingual
και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν
άκλ. (αόρ. αντων.)
1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;»)
2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;»)
3. (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, ούτε το ελάχιστο («δεν απάντησε τίποτε»)
4. χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική απάντηση σε εκφράσεις όπως: ευχαριστώ ή συγγνώμη («ευχαριστώ για το δώρο σου — παρακαλώ
τίποτε»)
5. (με το ουδ. άρθρ.) το τίποτε
το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το τίποτε»)
6. φρ. «άλλο τίποτε» — πάρα πολύ, με το παραπάνω («από δουλειά; άλλο τίποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί ποτε «τι άραγε, τι τάχα» βλ. λ. Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε ή κάτι σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, ούτε το ελάχιστο». Ο τ. τίποτα σχηματίστηκε από τον τίποτε κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. σήμερον: σήμερα) και ο τ. τίποτις κατά τα επιρρ. σε -ις (πρβλ. νωρίς). Οι τ., τέλος, τίποτσι, τίβοτας, τίοτα είναι διαλεκτικοί].
Greek Monotonic
τίποτε: ή τίποτε; τί ή γιατί, πες μου; Λατ. quid tandem?σε Σοφ.
Middle Liddell
τίποτε, or τί ποτε; what or why, tell me? Lat. quid tandem? Soph.