συμμιγνύω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - ">" to ">")
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α μ(ε)ιγνύω<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{grml
|mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}