ἡνιοχέω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniocheo | |Transliteration C=iniocheo | ||
|Beta Code=h(nioxe/w | |Beta Code=h(nioxe/w | ||
|Definition=Lacon. [[ἀνιοχίω]] (v. | |Definition=Lacon. [[ἀνιοχίω]] (v. [[ἀνιοχίων]]), prose form of [[ἡνιοχεύω]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hold the reins]], <b class="b3">ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν</b> higher up or lower down, i.e. longer or shorter, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>7.10</span>: c. acc., [[drive]], ἅρματα <span class="bibl">Hdt.4.193</span>; λέοντας <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>12.2</span>: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1022</span>; τὴν διάνοιαν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>37</span>; <b class="b3">ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ</b>. <span class="title">Epigr.Gr.</span>922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης <span class="bibl">Lib.<span class="title">Ep.</span>987.5</span>; <b class="b3">βασιλεύει καὶ ἡ</b>. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>246b</span>:—Pass., [[ἡνιοχοῦμαι]] to [[be guided]], ib.<span class="bibl">253d</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.29</span>: metaph., of the months, AP7<span class="bibl">7.482</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:37, 18 September 2019
English (LSJ)
Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω,
A hold the reins, ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., ἡνιοχοῦμαι to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.
German (Pape)
[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 abs. tenir les rênes, conduire un char;
2 tr. conduire ou diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; avec le gén. συνωρίδος PLAT un attelage ; fig. τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).
Étymologie: ἡνίοχος.
Greek Monotonic
ἡνιοχέω: μέλ. -ήσω, πεζός τύπος του ἡνιοχεύω,
1. κρατώ τα χαλινάρια, σε Ξεν.
2. με αιτ., οδηγώ, κατευθύνω, σε Ηρόδ.· μεταφορ., διευθύνω, σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχέω: дор. ἁνιοχέω
1) управлять вожжами, править (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;
2) управлять, направлять (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
Middle Liddell
ἡνιοχέω, prose form of ἡνιοχεύω,]
1. to hold the reins, Xen.
2. c. acc. to drive, guide, Hdt.: metaph. to direct, Ar.:—Pass. to be guided, Xen.