φάσκωλος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(2b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faskolos | |Transliteration C=faskolos | ||
|Beta Code=fa/skwlos | |Beta Code=fa/skwlos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">leathern bag, wallet, scrip</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>319</span>:—also φάσκωλον, τό, <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>90</span> S., <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>171S.</span>: a Dim. φασκώλιον, τό, <span class="bibl">Teles p.38</span> H., <span class="bibl">D.Chr.7.55</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.29</span>, Gal.2.559, <span class="bibl">Agath.4.22</span> (Phot. and <span class="bibl"><span class="title">EM</span>789.5</span> distinguish <b class="b3">φασκώλιον</b> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">leathern bag, wallet, scrip</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>319</span>:—also φάσκωλον, τό, <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>90</span> S., <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>171S.</span>: a Dim. φασκώλιον, τό, <span class="bibl">Teles p.38</span> H., <span class="bibl">D.Chr.7.55</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.29</span>, Gal.2.559, <span class="bibl">Agath.4.22</span> (Phot. and <span class="bibl"><span class="title">EM</span>789.5</span> distinguish <b class="b3">φασκώλιον</b> [[bag]] from <b class="b3">φάσκωλον</b> [[purse]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A leathern bag, wallet, scrip, Ar.Fr.319:—also φάσκωλον, τό, Lys.Fr.90 S., Is.Fr.171S.: a Dim. φασκώλιον, τό, Teles p.38 H., D.Chr.7.55, Ael.NA7.29, Gal.2.559, Agath.4.22 (Phot. and EM789.5 distinguish φασκώλιον bag from φάσκωλον purse).
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch φάσκαλος geschrieben, Sp. S. das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
φάσκωλος: ὁ, σάκκος βύρσινος, μικρὰ πήρα, σακκίδιον, σακκοῦλα, βαλλάντιον, Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., ἴσως ἡμαρτημένως· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· βαλλάντιον δερμάτιον. φάσκωλος δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― Κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. πήρα τις οὕτως ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα -ωλο- (πρβλ. εἴδ-ωλο-ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα bhasko- «δεσμός, δέμα» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. της μακεδονικής διαλέκτου βάσκιοι
δεσμαὶ φρυγάνων, το λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα», το γαλατ. baich «φορτίο», καί, κατ' άλλη άποψη, σε ρίζα bhendh- «δένω» (πρβλ. πενθερός), μέσω ενός τ. bhņdhsko-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. phasceolus, phascolum].
Russian (Dvoretsky)
φάσκωλος: ὁ кожаный мешок, сумка Arph.
Frisk Etymology German
φάσκωλος: {pháskōlos}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: ‘lederner Beutel, Sack für Kleider, für metallene Gegenstände u.a.’ (Ar.Fr. 319, Lys. und Is. ap. Harp., att. Inschr.);
Derivative: Deminutivum -ώλιον n. (hell. u. sp.).
Etymology : Wenn zu φάσκος, was formal naheliegt (vgl. ἀσκώλια : ἀσκός; zur Bildung noch εἴδωλον, ἕδωλον, -ιον u.a.), nach der zottigen Haut, von der die Haare nicht entfernt sind (Solmsen Wortforsch. 7)? Eine andere Vermutung bei WP. 2, 135 und Pok. 111 : zu βάσκιοι (maked. ?)· δεσμοὶ φρυγάνων H. "Fremd?" (Schwyzer 484). — Lat. LW pasceolus (seit Plaut.), phascolum (Paul. Fest.).
Page 2,996