γλεῦκος: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(c1) |
(cc1) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=γλεύκους, τό, [[must]], the [[sweet]] [[juice]] pressed from the [[grape]]; Nicander, alex. 184,299; [[Plutarch]], others; [[sweet]] [[wine]]: BB. DD. [[under]] the [[word]] <TOPIC:Wine>.) | |txtha=γλεύκους, τό, [[must]], the [[sweet]] [[juice]] pressed from the [[grape]]; Nicander, alex. 184,299; [[Plutarch]], others; [[sweet]] [[wine]]: BB. DD. [[under]] the [[word]] <TOPIC:Wine>.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM γλεῡκος)<br />ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποτό]] που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χυμός]] του σταφυλιού<br /><b>2.</b> η [[ορμή]] («τῆς ἡλικίας τὸ [[γλεῦκος]]»)<br /><b>3.</b> η [[γλυκύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με απαθή [[βαθμίδα]] θέματος, που συνδέεται με το [[γλυκύς]]. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ς</i> που κλίνονται [[κατά]] τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη [[σημασία]] της λ., έχει ως [[αφετηρία]] την [[έννοια]] «γλυκιά [[γεύση]]», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την [[οικογένεια]] του [[γλυκύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γλεύκη]], [[γλεύκινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλευκίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γλευκαγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλευκής]], <i>αειγλεύκος</i>, [[πολύγλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλευκοζύγιο]] και <i>γλευκόζυγος</i>, [[γλευκομετρία]], [[γλευκόμετρο]], [[γλευκοπότης]], [[ζυθόγλευκος]]]. | |mltxt=το (AM γλεῡκος)<br />ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποτό]] που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·| | ||
|<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χυμός]] του σταφυλιού<br /><b>2.</b> η [[ορμή]] («τῆς ἡλικίας τὸ [[γλεῦκος]]»)<br /><b>3.</b> η [[γλυκύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με απαθή [[βαθμίδα]] θέματος, που συνδέεται με το [[γλυκύς]]. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ς</i> που κλίνονται [[κατά]] τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη [[σημασία]] της λ., έχει ως [[αφετηρία]] την [[έννοια]] «γλυκιά [[γεύση]]», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την [[οικογένεια]] του [[γλυκύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γλεύκη]], [[γλεύκινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλευκίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γλευκαγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλευκής]], <i>αειγλεύκος</i>, [[πολύγλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλευκοζύγιο]] και <i>γλευκόζυγος</i>, [[γλευκομετρία]], [[γλευκόμετρο]], [[γλευκοπότης]], [[ζυθόγλευκος]]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 41: | Line 42: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':gleàkoj 格留可士< | |sngr='''原文音譯''':gleàkoj 格留可士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':甜<br />'''字義溯源''':新酒,甜酒;源自([[γλυκύς]])*=甜)。<br />'''同義字''':1) ([[γλεῦκος]])新酒 2) ([[οἶνος]])酒 3) ([[ὄξος]])醋<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 新酒(1) 徒2:13 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2019
English (LSJ)
εος (Dor. gen.
A γλεύκιος GDI4993 (Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete.380b32, Nic.Al.184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.). 2 grape-juice, Gal.6.575. II sweetness, Arist.Pr.931a18.
Greek (Liddell-Scott)
γλεῦκος: -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «μοῦστος», δηλ. νέος οἶνος μήπω ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν χυμός, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. γλυκύτης, Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. γλυκύς, ἀγλευκής, πρβλ. ὡσαύτως ἀδευκής).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vin nouveau doux, moût;
2 douceur.
Étymologie: γλυκύς.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Alolema(s): cret. κλεῦκ- SEG 27.631A.15 (VI/V a.C.)
• Grafía: graf. γλαῦκος POxy.3512.14 (V d.C.), κλαῦγος PMich.608.9 (VI d.C.)
• Morfología: [cret. gen. κλεύκιος SEG 27.631A.12, γλεύκιος ICr.4.77B.3, 79.4, 144.4 (todas Gortina V a.C.)]
zumo de uva, mosto, SEG ll.cc., ICr.ll.cc., Hp.Int.25, Vict.2.52, Arist.Mete.380b32, Call.Fr.93.4, PSI 544.2 (III a.C.), Corn.ND 30, Luc.Philops.39, Longus 2.1.2, 4.5.1, Philostr.Her.2.3, PHamb.23.30 (VI d.C.), PFlor.65.8 (VI d.C.), σφῆκές τε καὶ ... βέμβικες ... γ. ... δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι cayendo sobre las uvas, avispas y abejorros consumen su zumo Nic.Al.184, νεόθλιπτον γ. mosto recién exprimido Nic.Al.299, ἀσκὸς γλεύκους LXX Ib.32.19, οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (II a.C.), cf. Polyaen.4.3.32, γ. ... ἧττον μεθύσκει (op. γλυκὺς οἶνος) Dsc.5.6, cf. Plu.2.655f, οἶνον ... ἀπὸ γλαύκους ἀδόλου vino procedente de mosto no adulterado, POxy.l.c., PMich.l.c.
•irón. γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν están cargados de mosto, Act.Ap.2.13, cf. metáf. de la inspiración del Espíritu Santo, Gr.Nyss.M.46.701A. • DMic.: de-re-u-ko.
English (Strong)
akin to γλυκύς; sweet wine, i.e. (properly) must (fresh juice), but used of the more saccharine (and therefore highly inebriating) fermented wine: new wine.
English (Thayer)
γλεύκους, τό, must, the sweet juice pressed from the grape; Nicander, alex. 184,299; Plutarch, others; sweet wine: BB. DD. under the word <TOPIC:Wine>.)
Greek Monolingual
το (AM γλεῡκος)
ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση
μσν.
ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·
Greek Monotonic
γλεῦκος: -εος, τό (γλυκύς), Λατ. mustum, ο μούστος, το νέο κρασί που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
γλεῦκος: εος τό
1) сусло Arst., Plut.;
2) сладкое молодое вино Arst.;
3) сладость Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλεῦκος -εος, contr. -ους, τό [~ γλυκύς jonge wijn, most.
Middle Liddell
γλυκύς
Lat. mustum, new wine, Arist.
Chinese
原文音譯:gleàkoj 格留可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:甜
字義溯源:新酒,甜酒;源自(γλυκύς)*=甜)。
同義字:1) (γλεῦκος)新酒 2) (οἶνος)酒 3) (ὄξος)醋
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 新酒(1) 徒2:13