переносить: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὀτλέω]], [[ἐξαντλέω]], [[διαντλέω]], [[ἀνέχω]], [[ἀνίσχω]], [[ὑπέχω]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[μοχθέω]], [[ἀναπίμπλημι]], [[ἀμπίμπλημι]], [[ὀχέω]], [[διαφέρω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[πορθμεύω]], [[διάγω]], [[φορτοφορέω]], [[μετεντίθεμαι]], [[μεταφέρω]], [[ἐπιδιαφέρω]], [[μετεξαιρέομαι]], [[λιπαρέω]], [[μεταίρω]], [[πεδαίρω]], [[μετακομίζω]], [[ὑπερφέρω]], [[ὑπερφορέω]], [[διαπορθμεύω]], [[βαστάζω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐκμοχθέω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀχθοφορέω]], [[ἀντλέω]] | |rueltext=[[διορίζω]], [[ἀναφέρω]], [[ὑποφέρω]], [[τολμάω]], [[μεθίστημι]], [[ὀτλέω]], [[ἐξαντλέω]], [[διαντλέω]], [[ἀνέχω]], [[ἀνίσχω]], [[ὑπέχω]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[μοχθέω]], [[ἀναπίμπλημι]], [[ἀμπίμπλημι]], [[ὀχέω]], [[διαφέρω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[πορθμεύω]], [[διάγω]], [[φορτοφορέω]], [[μετεντίθεμαι]], [[μεταφέρω]], [[ἐπιδιαφέρω]], [[μετεξαιρέομαι]], [[λιπαρέω]], [[μεταίρω]], [[πεδαίρω]], [[μετακομίζω]], [[ὑπερφέρω]], [[ὑπερφορέω]], [[διαπορθμεύω]], [[βαστάζω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐκμοχθέω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀχθοφορέω]], [[ἀντλέω]], [[περιφέρω]], [[φορέω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ὑποδέχομαι]], [[φέρω]], [[ἐπιτελέω]], [[ἀνύω]], [[καταβιβάζω]], [[αἴρω]], [[μογέω]], [[νοσέω]], [[στέργω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
διορίζω, ἀναφέρω, ὑποφέρω, τολμάω, μεθίστημι, ὀτλέω, ἐξαντλέω, διαντλέω, ἀνέχω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὀϊζύω, οἰζύω, μοχθέω, ἀναπίμπλημι, ἀμπίμπλημι, ὀχέω, διαφέρω, ἀποτίθημι, ἐπαναφέρω, ἐπαμφέρω, πορθμεύω, διάγω, φορτοφορέω, μετεντίθεμαι, μεταφέρω, ἐπιδιαφέρω, μετεξαιρέομαι, λιπαρέω, μεταίρω, πεδαίρω, μετακομίζω, ὑπερφέρω, ὑπερφορέω, διαπορθμεύω, βαστάζω, ἀναδέχομαι, ἀναδέκομαι, διαφορέω, ἐκμοχθέω, μετάγω, μετατίθημι, ἀχθοφορέω, ἀντλέω, περιφέρω, φορέω, ὑπερβαίνω, ὑποδέχομαι, φέρω, ἐπιτελέω, ἀνύω, καταβιβάζω, αἴρω, μογέω, νοσέω, στέργω