неодолимый: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπάλαμνος]] | |rueltext=[[ἀπάλαμνος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρίδμητος]], [[ἐρίδματος]], [[ἰσχυρός]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνυπέρβλητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀμάχητος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀνάλωτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσεκβίαστος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀνεκβίαστος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[ἄαπτος]], [[ἀνεπιχείρητος]], [[ἄληπτος]], [[ἄπορος]], [[ἀκατάλυτος]], [[βιαστικός]], [[δυσχείρωτος]], [[δυσμεταχείριστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄπρακτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀπάλαμνος, ὀχυρός, ἐρίδμητος, ἐρίδματος, ἰσχυρός, ἀνανταγώνιστος, ἀνυπέρβλητος, ἀπόλεμος, ἀπτόλεμος, ἀνυπόστατος, ἀμάχητος, ἀδάματος, ἀπεριγένητος, ἀπρόσμαχος, ἀνάλωτος, δύσμαχος, δυσεκβίαστος, ἀπρόσοιστος, ἀμαιμάκετος, ἀνεκβίαστος, ἀνίκητος, ἀνίκατος, ἀήσσητος, ἀήττητος, δυσπάλαιστος, ἄαπτος, ἀνεπιχείρητος, ἄληπτος, ἄπορος, ἀκατάλυτος, βιαστικός, δυσχείρωτος, δυσμεταχείριστος, ἀδήριτος, ἄπρακτος