νομοθέτης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomothetis | |Transliteration C=nomothetis | ||
|Beta Code=nomoqe/ths | |Beta Code=nomoqe/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[lawgiver]], [[lawmaker]], [[legislator]], [[nomothete]] <span class="bibl">Antipho 5.15</span>, <span class="bibl">Th.8.97</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>429c</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Jac.</span>4.12</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl., [[νομοθέται]] = [[nomothetai]] at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. <span class="bibl">And.1.83</span>, <span class="title">IG</span>22.140.8, <span class="bibl">D.3.10</span>, Lex ap.eund.<span class="bibl">24.21</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:35, 11 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A lawgiver, lawmaker, legislator, nomothete Antipho 5.15, Th.8.97, Pl. R.429c, Ep.Jac.4.12, etc. II in pl., νομοθέται = nomothetai at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. And.1.83, IG22.140.8, D.3.10, Lex ap.eund.24.21, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθέτης: -ου, (τίθημι) ὁ τιθείς νόμους, Ἀντιφῶν 131, 13, Θουκ. 8. 97, Πλάτ. Πολ. 429C, κτλ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ Νομοθέται ἦσαν πολυάριθμός τις ἐπιτροπὴ ἐκ δικαστῶν, εἰς οὓς ἦτο ἀνατεθειμένη ἡ ἀναθεώρησις τῶν νόμων, Ἀνδοκ. 11. 27, Δημ. 31. 11., 706. 22 κἑξ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 131. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
législateur ; οἱ νομοθέται les Nomothètes, chargés de reviser la législation.
Étymologie: νόμος, τίθημι.
Par. ἄρχων.
English (Strong)
from νόμος and a derivative of τίθημι; a legislator: lawgiver.
English (Thayer)
νομοθετου, ὁ (νόμος and τίθημι, a lawgiver: Antiphon, Thucydides), Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, others; the Sept. Psalm 9:21.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, -ιδος)
αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης
νεοελλ.
πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης της ποίησης» β. «νομοθέτης της μόδας»)
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ.) oἱ νομοθέται
επιτροπή δικαστών στην αρχαία Αθήνα που έργο τους ήταν η αναθεώρηση τών νόμων της πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -θέτης (< τί-θημι), πρβλ. λογο-θέτης.
Greek Monotonic
νομοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι)·
I. αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. στην Αθήνα, οι Νομοθέται ήταν πολυάριθμη επιτροπή δικαστών επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των νόμων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
νομοθέτης: ου ὁ законодатель Thuc., Plat. etc.: οἱ νομοθέται Dem. номотеты (выборная комиссия в Афинах по пересмотру существующих законов, в составе 501, 1001 или 1501 человека).
Middle Liddell
νομο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
I. a lawgiver, Thuc., Plat., etc.
II. at Athens, the Nomothetae were a committee of the dicasts charged with the revision of the laws, Dem.
Chinese
原文音譯:nomoqšthj 挪摩-貼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:律法-安置(者)
字義溯源:立法者,設立律法者;由(νόμος)=律法,分出)與(τίθημι)*=處所,設立)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 設立律法者(1) 雅4:12