ἀνασπαστός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaspastos
|Transliteration C=anaspastos
|Beta Code=a)naspasto/s
|Beta Code=a)naspasto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawn up</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>382</span>: but mostly, <b class="b2">dragged up the country</b>, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι τοὺς Παίονας ἐς τὴν Ἀσίην <span class="bibl">Hdt.5.12</span>; τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα <span class="bibl">Id.4.204</span>, cf. <span class="bibl">6.9</span>, <span class="bibl">32</span>; τοὺς ἀ. κατοικίζειν <span class="bibl">Id.3.93</span>; <b class="b3">εὐθὺς ἀ</b>. [[removing]] hastily, <span class="bibl">Plb.2.53.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of a door or gate, <b class="b2">drawn back, opened</b> from inside, <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span>1186</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., <b class="b3">οἱ ἀ</b>. (sc. <b class="b3">ἱμάντες</b>) [[latchets]], <span class="bibl">Ath.12</span>. <span class="bibl">543f</span>.</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawn up</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>382</span>: but mostly, <b class="b2">dragged up the country</b>, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι τοὺς Παίονας ἐς τὴν Ἀσίην <span class="bibl">Hdt.5.12</span>; τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα <span class="bibl">Id.4.204</span>, cf. <span class="bibl">6.9</span>, <span class="bibl">32</span>; τοὺς ἀ. κατοικίζειν <span class="bibl">Id.3.93</span>; <b class="b3">εὐθὺς ἀ</b>. [[removing]] hastily, <span class="bibl">Plb.2.53.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of a door or gate, [[drawn back]], [[opened]] from inside, <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span>1186</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., <b class="b3">οἱ ἀ</b>. (sc. <b class="b3">ἱμάντες</b>) [[latchets]], <span class="bibl">Ath.12</span>. <span class="bibl">543f</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:28, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασπαστός Medium diacritics: ἀνασπαστός Low diacritics: ανασπαστός Capitals: ΑΝΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anaspastós Transliteration B: anaspastos Transliteration C: anaspastos Beta Code: a)naspasto/s

English (LSJ)

όν,

   A drawn up, Ar.V.382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι τοὺς Παίονας ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.5.12; τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204, cf. 6.9, 32; τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93; εὐθὺς ἀ. removing hastily, Plb.2.53.5.    2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S. Ant.1186.    II as Subst., οἱ ἀ. (sc. ἱμάντες) latchets, Ath.12. 543f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασπαστός: -όν, ἢ ἀνάσπαστος, ον: ― κατὰ τὸν ἐν Ἐτυμ. Μ. 269. 3, κανόνα ὁ ὀξύτονος τύπος εἶναιμόνος ὀρθός, ἀλλ’ ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ ἐν ταῖς ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ὁ προπαροξύτονος: ― ὁ ἀνασυρθείς, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀχθείς, Ἀριστοφ. Σφ. 382: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ μετοικιζόμενος διὰ τῆς βίας ἐκ τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος εἰς ἄλλην χώραν, Παίονας.. ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 5. 12· τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 6. 9. 32· τοὺς ἀνασπάστους.. κατοικίζει βασιλεὺς ὁ αὐτ. 3. 93, πρβλ. Βαλκ. ἐν 7. 80: παλίννοστος, σπεύδων, Πολύβ. 2. 53, 5. 2) ἐπὶ θύρας ἢ πύλης, πρὸς τὰ ἔσω ἀνοιγομένης, καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Σοφ. Ἀντ. 1186. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἀνασπαστοὶ (ἐνν. ἱμάντες), λωρία ὑποδημάτων, ἴδε ἐν λ. ἀναγωγεύς.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνάσπαστος.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.AI 14.142, Ap.1.194, Plb.2.53.5
I 1levantado, izado κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.V.382
levantado, arrancado τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3
arrebatado, llevado ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.
2 llevado tierra adentro ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291
deportado tierra adentro esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς Βάκτρα Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.Mem.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.Ap.1.194
simpl. deportado ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.AI 14.142.
II que se aprieta ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan, AP 6.109 (Antip.)
subst. cordones para atarse el calzado χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.
III 1de una puerta que se abre hacia adentro S.Ant.1186.
2 que se retira εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente Plb.2.53.5.

Greek Monolingual

ἀνάσπαστος, -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) ανασπώ
1. αυτός που έχει ανασυρθεί
2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα
3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα
3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι
οι ιμάντες των υποδημάτων, τα κορδόνια.

Greek Monotonic

ἀνασπαστός: -όν,
I. αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.
II. 1. βιαίως μετοικιζόμενος από την πατρίδα του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πόρτα ή πύλη, ανασυρμένη προς τα πίσω, ανοιχτή, σε Σοφ.

Middle Liddell

[From ἀνασπάω
I. drawn up, Ar.
II. dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, Hdt.
2. of a door or gate, drawn back, opened, Soph.