ἔξαρμα: Difference between revisions
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksarma | |Transliteration C=eksarma | ||
|Beta Code=e)/carma | |Beta Code=e)/carma | ||
|Definition=ατος, τό, (ἐξαίρω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rising]], [[swelling]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.31</span>; of the [[tragus]] of the ear, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>44</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ατος, τό, (ἐξαίρω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rising]], [[swelling]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.31</span>; of the [[tragus]] of the ear, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>44</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[meridian height]] or [[elevation]] of the heavenly bodies, τοῦ ἡλίου <span class="bibl">Str.2.1.18</span>, cf. <span class="bibl">1.1.21</span>; τοῦ πόλου <span class="bibl">Hipparch.1.3.6</span>, <span class="bibl">Gem.6.24</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>11</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>2.3,6, <span class="bibl"><span class="title">Tetr.</span>76</span>; opp. <b class="b3">ἀντέξαρμα</b>, <span class="title">Theol.Ar.</span>25; τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:17, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐξαίρω)
A rising, swelling, Hp.Epid.4.31; of the tragus of the ear, Ruf.Onom.44. II meridian height or elevation of the heavenly bodies, τοῦ ἡλίου Str.2.1.18, cf. 1.1.21; τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Gem.6.24, Plu.Mar.11, Ptol.Alm.2.3,6, Tetr.76; opp. ἀντέξαρμα, Theol.Ar.25; τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f.
German (Pape)
[Seite 872] τό, die Erhebung, Geschwulst, Hippocr. – Von den Himmelskörpern, ihre Höhe am Himmel, ἡλίου Strab. 2, 1, 18; von der Polhöhe, Plut. Mar. 11 def. or. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαρμα: τό, (ἐξαίρω), οἴδημα, πρήξιμον, ᾖ μάλιστα τὸ ἔξαρμα ἦν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Δ΄, 1133F. ΙΙ. ἡ ἄρσις ἢ ὕψωσις τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις ἐν ταῖς χειμεριναῖς τροπαῖς Στράβων 75· τοῦ πόλου Ἵππαρχος παρὰ Πτολ. 1. 4· μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Πλουτ. Μάριος 11, Ἠθικ. 410Ε. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἐμμελοῦς λόγου, ὕψος, ὄγκος, μέγεθος, «ἀείδειν δέ ἐστι τὸ ἐμμελῶς λέγειν, καὶ ᾠδὴ ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔξαρμα ἔχει» Εὐστ. εἰς Ἰλιάδ. Ι. 5· ἐπὶ προσώπου, ἔξοχον πλεονέκτημα, «οὐδὲν ἔχων ἔξαρμα φύσεως (ὁ Διομήδης)» Σουΐδ. ἐν λέξει Εὐπείθιος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élévation, hauteur des astres, du pôle, etc.
Étymologie: ἐξαίρω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I cien.
1 medic. elevación
a) en la piel, hinchazón, tumor Hp.Epid.4.31;
b) anat. eminencia, prominencia τὰ ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐξάρματα e.e., los pómulos, Ruf.Onom.46, del trago, eminencia cartilaginosa en el oído externo, Ruf.Onom.44, Orib.25.1.17.
2 astr., geog. elevación, altura de los polos en el meridiano c. rel. al horizonte τὸ ἔ. τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Ptol.Alm.2.2, cf. Tetr.2.7.1, Gem.6.24, Plu.2.410e, plu. τὰ ἐξάρματα τῶν πόλων Str.1.1.21, Ptol.Geog.1.3.3, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.26.2, μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Plu.Mar.11, διὰ τὸ ἔ. τῆς γῆς Alex.Aphr.in Mete.70.34, cf. Papp.in Alm.12.20, (κύκλοι) οἱ τούτων ἐφ' ἑκατέρωθεν τὸ ἔ. καὶ τὸ ἀντέξαρμα ref. a los polos ártico y antártico Theol.Ar.25, de astros τὸ ἔ. τοῦ ἡλίου Str.2.1.18
•máxima altura, punto más alto τό τε ἔ. τὸ τῆς σφαίρας καὶ τὸ διάμετρον αὐτῆς Heph.Astr.2.11.85.
II fig., tard.
1 altura, elevación διὰ τὸν αἰθέριον ἔ. en ref. a Zeus dueño del éter, Eust.1011.64.
2 energía, vigor, ímpetu Διομήδης ... οὐδὲν ἔχων ἔ. φύσεως Dam.Hist.Phil.146E, del canto ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔ. ἔχει ἤγουν ὕψος Eust.9.6.
Greek Monolingual
το (AM ἔξαρμα) εξαίρω
1. άρση, ύψωση, ύψωμα του εδάφους, λόφος
2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο
3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα
ειδικ. «το έξαρμα του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που είναι ίσο με τη γωνία που σχηματίζει ο άξονας της γης και ο ορίζοντας ή με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου
μσν.
(για λόγο) ύψος, ένταση, όγκος, έξαρση
αρχ.
(για πρόσ.) έξοχο πλεονέκτημα.
Russian (Dvoretsky)
ἔξαρμα: ατος τό ἐξαίρω астр. возвышение (по меридиану), высота (τοῦ πόλου Plut.).