δηγμός: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=digmos | |Transliteration C=digmos | ||
|Beta Code=dhgmo/s | |Beta Code=dhgmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bite]], [[sting]], μυίας <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.51</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[gnawing pain]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>626</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.4.5</span>; of mental [[suffering]], Stoic.3.107, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>25</span>,<span class="bibl">35</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lib.</span>p.48O.</span>, <span class="bibl">Ph.1.212</span> (pl.); of a speech, δ. προσάγειν Plu.2.69a, cf. <span class="bibl"><span class="title">Alc.</span>4</span>: in pl., [[painful operations]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 10 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A bite, sting, μυίας Chrysipp.Stoic.3.51. 2 gnawing pain, Hp.Coac.626, Thphr.HP4.4.5; of mental suffering, Stoic.3.107, Phld.Mort.25,35, Lib.p.48O., Ph.1.212 (pl.); of a speech, δ. προσάγειν Plu.2.69a, cf. Alc.4: in pl., painful operations, Id.Per.15.
German (Pape)
[Seite 558] ὁ, das Beißen, bes. Leibschmerzen, Hippocr., Theophr.; übertr., δηγμὸν ἔχειν, φέρειν τινί, jemand verletzen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δηγμός: ὁ, ἡ πρᾶξις τοῦ δάκνειν, πόνος ὀξύς, δηκτικός, «κόψιμον», Ἱππ. 221Ε, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 4, 5. 2) μεταφ., ἐπὶ λόγου δηκτικοῦ, δ. ἔχειν Πλούτ. 2. 68Ε ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. δηκτικὰ μέσα ἢ καυστικά, ὁ αὐτ. Περικλ. 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morsure ; parole mordante.
Étymologie: δάκνω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): δηχμός Nic.Al.119; δαγμός Ruf.Fr.64.20
I 1mordisco, acción de morder κόνιν δηγμοῖσι δεδραγμένοι aferrándose al polvo a mordiscos Q.S.1.350 (cj.), cf. Gal.12.874.
2 mordedura, picadura μυίας Chrysipp.Stoic.3.51, ἑρπετῶν Dsc.5.6.10, cf. D.S.3.23, Vett.Val.100.22.
3 sensación de mordisco o picadura αἱ ... πλαδόωντι ποτῷ ἐπὶ χείλεσι δηχμὸν τεύχουσιν éstas, en infusión floja, producen en los labios la sensación de un mordisco Nic.l.c.
•de donde gener. dolor punzante δ. ἐς τὸ σῶμα ἐμπίπτει Hp.Int.24, τρομωδέα σὺν δηγμῷ Hp.Coac.626, cf. Morb.3.7, Acut.(Sp.).51, Damocr. en Gal.13.352, στομάχου δ. Dsc.1.69, Erot.47.18, κύστεως Dsc.2.50, ἐντέρων καὶ κοιλίας Archig.15.24B., cf. 16.3, Thphr.HP 4.4.5, Ruf.l.c., Hippiatr.33.5, οἱ ἀπὸ τῶν θανασίμων φαρμάκων δηγμοί los dolores producidos por venenos mortales Dsc.2.70.5
•comezón, irritación Hp.Int.47, Alim.16
•plu. medios de curación dolorosos Plu.Per.15.
II fig.
1 mordedura, compunción, gran inquietud ὅταν ... ἀντὶ λύπης καὶ φόβου δηγμοὺς ... λέγωσι Chrysipp.Stoic.3.107, cf. Phld.Mort.25.8, Lib.8bis.11, Ph.1.212, δηγμοῦ δεομένοις καὶ κολάσεως a los que precisan la mordedura de un castigo Plu.2.553a, τῷ Κάτωνι τὸ πρᾶγμα δηγμὸν ἤνεγκεν Plu.Cat.Mi.38, ἀθυμίαι καὶ δηγμοί Iambl.VP 111, μελαγχολίας δ. Posidon.154.15, λύπη δ. καρδίας la tristeza es una mordedura en el corazón Gr.Naz.M.37.950A
•comezón provocada por el placer Ph.1.81, por el remordimiento οὐδὲ δηγμὸν οὐδὲ μετάνοιαν Plu.2.1092e, cf. 56a, 126f, 810c, producida por el aprendizaje y práctica de la filosofía, Plu.2.47a.
2 mordacidad λόγων βάρος ἐχόντων καὶ δηγμόν discursos graves y mordaces Plu.2.68f, δηγμὸν ... προάγειν Plu.2.69a, cf. 795b, Alc.4.
Greek Monolingual
δηγμός, ο (Α) δάκνω
1. το δήγμα, το δάγκωμα
2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.)
3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.)
4. (για τον λόγο) ο δηκτικός λόγος, το πείραγμα («ὁ δὲ παρρησίαν καἰ δηγμὀν ἀνθρώπῳ δυστυχοῡντι προσάγων», Πλούτ.)
5. στον πληθ. δηκτικά μέσα ή καυστικά φάρμακα.
Greek Monotonic
δηγμός: ὁ (δάκνω), ενέργεια του τσιμπήματος, δάγκωμα· στον πληθ., καυστικά, δηκτικά μέσα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηγμός -οῦ, ὁ [δάκνω] stekende pijn; overdr.: τὸ πρῆγμα δηγμὸν ἤνεγκεν de kwestie stak (Cato) Plut. CMi 38.4.
Russian (Dvoretsky)
δηγμός: ὁ Plut. = δῆγμα.