μεταθέω: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatheo | |Transliteration C=metatheo | ||
|Beta Code=metaqe/w | |Beta Code=metaqe/w | ||
|Definition=fut. -<b class="b3">θεύσομαι</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=fut. -<b class="b3">θεύσομαι</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[run after]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.22</span>; [[pursue]], τινα <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.177b</span>; [<b class="b3">τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις</b> by working on his desires, <span class="bibl">Clearch. 37</span>: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>128c</span>; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>301e</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>226b</span>; αἰτίαν <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[hunt]] or [[range over]], τὰ ὄρη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.9</span>: abs., [[hunt about]], [[range]], ib.<span class="bibl">6.25</span>,al. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[run hither and thither]], ἑκασταχόσε <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>16</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>74</span>, al.; <b class="b3">ἀνιχνευούσας μεταθεῖν</b>, of bees, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>624a28</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 30 June 2020
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A run after, X.Cyn.6.22; pursue, τινα Jul. Or.5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.Plt.301e, cf. Sph.226b; αἰτίαν Iamb.Protr.4. II hunt or range over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.9: abs., hunt about, range, ib.6.25,al. 2 run hither and thither, ἑκασταχόσε Plu.Pyrrh.16, cf. App.Mith.74, al.; ἀνιχνευούσας μεταθεῖν, of bees, Arist.HA624a28.
German (Pape)
[Seite 146] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥςπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, ἴχνος, Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεταθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω κατόπιν τινός, διώκω, «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. διατρέχω, περιτρέχω, τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., περιτρέχω, περιέρχομαι, αὐτόθι 6, 25.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, θέω.
Greek Monolingual
μεταθέω (Α)
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ
2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.)
3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω
4. τρέχω εδώ και εκεί
5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
μεταθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω στο κατόπι, κυνηγώ, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ασκώ το κυνήγι ή περιπλανώμαι, τὰ ὄρη, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο κυνήγι, περιφέρομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταθέω: (fut. μεταθεύσομαι)1) гоняться, преследовать, бежать по следу (ταχύ Xen.);
2) (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);
3) перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; ἑκασταχόσε Plut.).
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run after, chase, Xen., etc.
II. to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.