ἀποπομπή: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπομπή''': ἡ, ([[ἀποπέμπω]]) [[ἀπόπεμψις]], «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... [[ἀποπομπή]], ... καὶ ἀποπομπῆς [[δίκη]]» | |lstext='''ἀποπομπή''': ἡ, ([[ἀποπέμπω]]) [[ἀπόπεμψις]], «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... [[ἀποπομπή]], ... καὶ ἀποπομπῆς [[δίκη]]» Πολυδ. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ, (ἀποπέμπω)
A sending away, LXXLe.16.10. b. valediction, Men.Rh.p.333S. 2 divorce, PSI1.36a16 (i A.D.), etc., Poll.8.31. 3 averting an ill omen, etc., ἀ. ποιεῖσθαι Isoc.5.117; getting rid, πυρετῶν Luc.Philops. 9.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, 1) die Ab-, Entsendung, Entfernung, πυρετῶν Luc. Philops. 9. – 2) Abwendung eines Unglücks, einer bösen Vorbedeutung, Sühne, ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι, der bösen Götter, Isocr. 5, 117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπή: ἡ, (ἀποπέμπω) ἀπόπεμψις, «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... ἀποπομπή, ... καὶ ἀποπομπῆς δίκη» Πολυδ. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d’écarter, de repousser ; particul. éloignement d’un mal, action de conjurer un fléau ; ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι ISOCR accomplir les cérémonies de préservation.
Étymologie: ἀποπέμπω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
alejamiento, rechazo, conjuro, exorcismo ἀποπομπὰς αὐτῶν ποιεῖσθαι Isoc.5.117, δαιμόνων M.Ant.1.6, πυρετῶν Luc.Philops.9, del macho cabrío, LXX Le.16.10, cf. Iust.Phil.M.6.1596B
•repudio de la mujer en el divorcio PSI 36a.16 (I d.C.), Stud.Pal.20.5.30 (II d.C.)
•despedida como género retórico, Men.Rh.333.
Greek Monolingual
η (Α ἀποπομπή) αποπέμπω
νεοελλ.
απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμα
αρχ.
1. αποσόβηση, αποτροπή
2. εξαγνισμός, κάθαρση
3. αποδίωξη της συζύγου.
Greek Monotonic
ἀποπομπή: ἡ (ἀποπέμπω), το να στέλνει κάποιος μακριά κάποιον ή κάτι· απαλλαγή από ασθένεια, αποθεραπεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπομπή: ἡ отклонение, удаление: ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι Isocr. произносить заклинания для отвращения враждебных сил; αἱ ἀποπομπαὶ τῶν πυρετῶν Luc. исцеление лихорадок.