ὅμορος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὅμ-ορος, ιονιξ ὅμ-ουρος, ον,<br /><b class="num">1.</b> having the [[same]] borders with, marching with, [[bordering]] on, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ Hdt.; absol. [[bordering]], Thuc.; [[πόλεμος]] [[ὅμορος]] a [[border]] war, Dem.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[bordering]] on, [[closely]] resembling, Arist.<br /><b class="num">3.</b> also as Subst., a [[neighbour]], Hdt., Thuc.; κατὰ τὸ ὅμορον [[because]] of [[their]] [[neighbourhood]], Thuc. | |mdlsjtxt=ὅμ-ορος, ιονιξ ὅμ-ουρος, ον,<br /><b class="num">1.</b> having the [[same]] borders with, marching with, [[bordering]] on, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ Hdt.; absol. [[bordering]], Thuc.; [[πόλεμος]] [[ὅμορος]] a [[border]] war, Dem.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[bordering]] on, [[closely]] resembling, Arist.<br /><b class="num">3.</b> also as Subst., a [[neighbour]], Hdt., Thuc.; κατὰ τὸ ὅμορον [[because]] of [[their]] [[neighbourhood]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[near]], [[neighbouring]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὅμουρος, ον,
A having the same borders with, marching with, τοῖσι Δωριεῦσι Hdt.1.57 ; τῇ Λιβύῃ Id.2.65, etc.: abs., Aristeas Epic.3, Th.6.78 ; χώρα ὅ. D.2.1 ; ὅ. πόλεμος a war with neighbours, ib.21,18.241 ; τὰ ὅ. τῶν πόλεων the suburbs, LXX Nu.35.5. 2 metaph., bordering on, closely resembling, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασύς Arist.EE1232a25 ; ὅμορος οὖσα τῇ αἰσθητῇ φύσει Plot.4.8.7. 3 as Subst., ὅ. τινῶν their neighbours, Isoc.14.18, cf. Th.2.85 ; οἱ ὅ. neighbouring people, Id.1.15, etc.; κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι because of their neighbourhood, Id.6.88.
German (Pape)
[Seite 339] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; χώρα, Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμορος: Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων πρός τινα, γείτων, τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· χώρα ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., παραπλήσιος, πολὺ ὅμοιος, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, γείτων τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, ἕνεκα τῆς γειτονίας αὐτῶν, ἕνεκα τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui confine à, limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ὁμός, ὅρος.
Greek Monotonic
ὅμορος: Ιων. ὅμ-ουρος, -ον,
I. αυτός που έχει τα ίδια σύνορα με, που βρίσκεται πάνω στη συνοριακή γραμμή, γειτονικός, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, σε Θουκ.· πόλεμος ὅμ., συνοριακή διαμάχη, σε Δημ.
2. συνοριακός, αυτός που βρίσκεται στο όριο, παρόμοιος, παρεμφερής, που έχει στενή ομοιότητα, σε Αριστ.
3. επίσης ως ουσ., γείτονας, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατὰ τὸ ὅμορον, εξαιτίας της γειτνίασής τους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὅμορος:
I ион. ὅμουρος 2
1) пограничный, сопредельный, граничащий (τῇ Λιβύῃ Her.; χώρα Dem.): ὅ. πόλεμος Dem., Plut.; война с соседями;
2) перен. смежный, близкий (по качеству) Arst.
II ὁ житель сопредельной страны, сосед Her., Thuc., Isocr.
Middle Liddell
ὅμ-ορος, ιονιξ ὅμ-ουρος, ον,
1. having the same borders with, marching with, bordering on, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ Hdt.; absol. bordering, Thuc.; πόλεμος ὅμορος a border war, Dem.
2. metaph. bordering on, closely resembling, Arist.
3. also as Subst., a neighbour, Hdt., Thuc.; κατὰ τὸ ὅμορον because of their neighbourhood, Thuc.