καθεκτός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathektos
|Transliteration C=kathektos
|Beta Code=kaqekto/s
|Beta Code=kaqekto/s
|Definition=ή, όν, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be held back]], [[checked]], θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι <span class="bibl">D. 21.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pomp.</span>66</span>; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power [[could]] not [[be retained in the hands of]] many, <span class="bibl">Id.<span class="title">Brut.</span>47</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to [[contain]] oneself, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.6</span>. Adv. <b class="b3">οὐ -τῶς</b> [[so as]] not [[to be restrained]], μάχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Her.</span>10.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[in the grip of]], λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.<span class="title">Supp.</span>1.28.</span>
|Definition=ή, όν, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be held back]], [[checked]], θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι <span class="bibl">D. 21.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pomp.</span>66</span>; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power [[could]] not [[be retained in the hands of]] many, <span class="bibl">Id.<span class="title">Brut.</span>47</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to [[contain]] oneself, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.6</span>. Adv. <b class="b3">οὐ -τῶς</b> [[so as]] not to [[be restrained]], μάχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Her.</span>10.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[in the grip of]], λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.<span class="title">Supp.</span>1.28.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:29, 14 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεκτός Medium diacritics: καθεκτός Low diacritics: καθεκτός Capitals: ΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kathektós Transliteration B: kathektos Transliteration C: kathektos Beta Code: kaqekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κατέχω)

   A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5.    II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.

German (Pape)

[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.

Greek Monolingual

καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

καθεκτός: -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καθεκτός: [adj. verb. к κατέχω могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.

Middle Liddell

καθ-εκτός, κατέχω
to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.