ὑπόλοιπος: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoloipos | |Transliteration C=ypoloipos | ||
|Beta Code=u(po/loipos | |Beta Code=u(po/loipos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[left over]], <b class="b3">μετὰ τῶν ὑ</b>. with the [[survivors]] or [[remaining descendants]], <span class="bibl">Hdt.7.171</span>; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων <span class="bibl">Id.6.123</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of things, = [[λοιπός]], ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still [[remains]] for you, Ar <span class="title">Pl.</span>431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; <span class="bibl">And.1.109</span>; τὸ ὑ. [[the residue]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>427e</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1252v</span>.<span class="bibl">36</span> (iii A. D.), etc.; <b class="b3">ὅσα ἦν ὑ</b>. all that [[remained to be done]], <span class="bibl">Th.4.90</span>; <b class="b3">τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως</b> what [[remained to effect]] their destruction, <span class="bibl">Id.8.26</span>; <b class="b3">ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως</b>, i. e. the pleasure declared to be a <b class="b3">γένεσις εἰς φύσιν</b> is really the [[ἐνέργεια]] of the healthy [[remainder]] of the organism, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1152b35</span>; <b class="b3">ἡ ὑ. ἰσημερία</b> the [[other]] equinox, Gal.17(1).15. (In codd. <b class="b3">ὑπό-</b> and <b class="b3">ἐπί-λοιπος</b> are often interchanged.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 13 December 2020
English (LSJ)
ον, A left over, μετὰ τῶν ὑ. with the survivors or remaining descendants, Hdt.7.171; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων Id.6.123. 2 of things, = λοιπός, ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still remains for you, Ar Pl.431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; And.1.109; τὸ ὑ. the residue, Pl.R.427e, POxy.1252v.36 (iii A. D.), etc.; ὅσα ἦν ὑ. all that remained to be done, Th.4.90; τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως what remained to effect their destruction, Id.8.26; ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως, i. e. the pleasure declared to be a γένεσις εἰς φύσιν is really the ἐνέργεια of the healthy remainder of the organism, Arist.EN1152b35; ἡ ὑ. ἰσημερία the other equinox, Gal.17(1).15. (In codd. ὑπό- and ἐπί-λοιπος are often interchanged.)
German (Pape)
[Seite 1224] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλοιπος: -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ ὀπίσω λειφθείς, ὀπίσω μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = λοιπός, ὑπ. τὸ βάραθρον σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο ὅπως ἐπιτελεσθῇ ἡ καταστροφή των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ὑπό- ἐπίλοιπος ἐναλλάσσονται.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;
2 survivant;
3 qui manque, qui fait défaut.
Étymologie: ὑπολείπω.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο
αρχ.
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοιπός.
Greek Monotonic
ὑπόλοιπος: -ον, 1. αυτός που έχει αφεθεί πίσω, αυτός που έχει μείνει πίσω, σε Ηρόδ.· οἱ ὑπόλοιποι, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ βάραθρον γίγνεται, το βάραθρο όμως σου μένει, σε Αριστοφ.· ὅσαἦν ὑπόλοιπα, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλοιπος:
1) оставшийся в живых, уцелевший Her.;
2) оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. ἐλπίς Lys. последняя надежда;
3) ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий (ἕξις καὶ φύσις Arst.).
Middle Liddell
ὑπό-λοιπος, ον,
1. left behind, staying behind, Hdt.; οἱ ὑπ. those who remained alive, Hdt.
2. of things, ὑπ. τὸ βάραθρον γίγνεται the pit still remains, Ar.; ὅσα ἦν ὑπ. all that remained to be done, Thuc.