implacable: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
|||
Line 5: | Line 5: | ||
[[stubborn]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[αὐθάδης]], [[σκληρός]]. | [[stubborn]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[αὐθάδης]], [[σκληρός]]. | ||
[[pitiless]]: [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles | [[pitiless]]: [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles]], ''Fragment''), [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[πικρός]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]]; see [[cruel]], [[pitiless]]. | ||
of [[war]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄσπονδος]], [[prose|P.]] [[ἀκήρυκτος]]. | of [[war]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄσπονδος]], [[prose|P.]] [[ἀκήρυκτος]]. |
Revision as of 13:25, 14 October 2021
English > Greek (Woodhouse)
adjective
stubborn: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.
pitiless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, δυσάλγητος, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), P. and V. σχέτλιος, πικρός, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος; see cruel, pitiless.
of war: P. and V. ἄσπονδος, P. ἀκήρυκτος.
implacable anger: V. ἀστεργὴς ὀργή, ἡ.
Spanish > Greek
ἄσπονδος, ἀπρήϋντος, δυσκάθαρτος, δυσίατος, δυσπαραίτητος, ἀτέραμνος, ἀστεμφής, ἀνίλαστος, ἀνεξίλαστος, ἀνοικτίρμων, ἀμείλικτος, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἄσπειστος, δυσδιάλλακτος, ἄνοικτος, ἄληκτος, ἄτροπος, ἀκαταπράϋντος, ἀνήκεστος, ἀνέλεος, ἀμετάγνωστος, ἀτρεής, ἀναιδής, ἀνίατος, ἄθελκτος, ἀνήλατος, ἀστεργής, ἄτεγκτος, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος