περιπείρω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripeiro | |Transliteration C=peripeiro | ||
|Beta Code=peripei/rw | |Beta Code=peripei/rw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[put on a spit]], π. τι περὶ λόγχην <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>27</span> : metaph., [[pierce]], <b class="b3">ἑαυτοὺς π. ὀδύναις</b> I<span class="title">Ep.Ti.</span>6.10 :—Pass., to [[be spitted]] or [[pierced]], ξίφεσι καὶ λόγχαις <span class="bibl">D.S.16.80</span> ; Χάρακι <span class="bibl">Id.19.84</span>; σκόλοπι <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.48</span>; ὀβελοῖς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span> 2</span> : metaph., [[to become entangled]], δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες <span class="bibl">Ph.1.672</span> ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι <span class="bibl">Id.2.411</span>, cf. <span class="bibl">Vett.Val.250.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[run into]], τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ <span class="bibl">Lib. <span class="title">Descr.</span>12.2</span> (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 15.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:05, 30 December 2020
English (LSJ)
A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27 : metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10 :—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80 ; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2 : metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672 ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11. II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.
German (Pape)
[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.
French (Bailly abrégé)
f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.
English (Strong)
from περί and the base of πέραν; to penetrate entirely, i.e. transfix (figuratively): pierce through.
English (Thayer)
1st aorist περιεπειρα; to pierce through (see περί, III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, others; metaphorically, ἑαυτόν ... ὀδύναις, to torture one's soul with sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, Philo in Flacc. § 1).
Greek Monolingual
ΜΑ
διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.)
αρχ.
1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ)
3. (μέσ. και παθ.) περιπείρομαι
α) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῑς ἰχθύσι», Αιλ.)
β) μτφ. εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»].
Greek Monotonic
περιπείρω: τρυπώ στη σούβλα· μεταφ., διαπερνώ, ἑαυτοὺς περιπείρω ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
περιπείρω:
1) насквозь прокалывать, пронзать (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);
2) втыкать, насаживать (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πείρω doorboren:; κρέα... περιπεπαρμένα ὀβελοῖς stukken vlees die aan het braadspit waren geregen Luc. 22.2; overdr.. ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς zij hebben zichzelf gekweld met vele pijnen NT 1 Tim. 6.10.
Middle Liddell
to pierce as with a spit: metaph. to pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest.
Chinese
原文音譯:peripe⋯rw 胚里-胚羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:關於-那邊(細察)
字義溯源:完全穿入,刺透,刺穿;由(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關)與(πέραν)=那邊)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 刺透了(1) 提前6:10