ποδικός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podikos | |Transliteration C=podikos | ||
|Beta Code=podiko/s | |Beta Code=podiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a metrical foot]] or [[feet]], <b class="b3">γένη, λόγος</b>, <span class="bibl">Aristid.Quint. 1.15</span>,<span class="bibl">19</span>; <b class="b3">π. χρόνοι</b>, opp. <b class="b3">ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ</b>, ib.<span class="bibl">14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.
Greek (Liddell-Scott)
ποδικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, χρόνος Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποδικός, -ή, -όν ΝΜΑ πους, ποδός]]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία»)
2. φρ. α) «ποδική καμάρα»
ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση του πέλματος του ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική στατική λειτουργία του
β) «ποδικός μυς»
ανατ. ονομασία δύο μυών του ποδιού από τους οποίους ο ένας εκτείνει τα μικρά δάκτυλα και ο άλλος το μεγάλο δάκτυλο
γ) «ποδική επιφάνεια»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σημείο του χώρου προς όλα τα επίπεδα τα οποία εφάπτονται με την επιφάνεια
δ) ποδική καμπύλη»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος της κορυφής ορθής γωνίας, η μία από τις πλευρές της οποίας διέρχεται από σταθερό σημείο, ενώ η άλλη εφάπτεται με καμπύλη που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το σταθερό σημείο
μσν.-αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε έναν μετρικό πόδα.