ἐπιτειχίζω: Difference between revisions
εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiteichizo | |Transliteration C=epiteichizo | ||
|Beta Code=e)piteixi/zw | |Beta Code=e)piteixi/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[build a fort]] or [[stronghold on the frontier]] of the enemy's country to serve as the basis of operations [[against]] him, abs., <span class="bibl">Th.1.142</span>,<span class="bibl">7.47</span> ; ἐ. [Δεκέλειαν] τῇ πατρίδι <span class="bibl">And.1.101</span>, cf. <span class="bibl">Lys.14.30</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span> 23</span> ; <b class="b3">ἐ. [ἐν</b> add.codd.] τῷ Φλιοῦντι τὸ.. Τρικάρανον <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.2.1</span>, cf.<span class="bibl">5.1.2</span> ; and in Pass., Δεκελείας. ἐπιτετειχισμένης <span class="bibl">Aeschin.2.76</span> : metaph., <b class="b3">ἐ. τυράννους ἐν χώρᾳ</b> [[plant]] them [[like such forts]] in a country, <span class="bibl">D.10.8</span>, cf. <span class="bibl">8.36</span> ; so τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>23</span> ; ἐ. [τινὰ] τῇ συνωμοσίᾳ.. πολέμιον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 1 January 2021
English (LSJ)
A build a fort or stronghold on the frontier of the enemy's country to serve as the basis of operations against him, abs., Th.1.142,7.47 ; ἐ. [Δεκέλειαν] τῇ πατρίδι And.1.101, cf. Lys.14.30, Plu.Alc. 23 ; ἐ. [ἐν add.codd.] τῷ Φλιοῦντι τὸ.. Τρικάρανον X.HG7.2.1, cf.5.1.2 ; and in Pass., Δεκελείας. ἐπιτετειχισμένης Aeschin.2.76 : metaph., ἐ. τυράννους ἐν χώρᾳ plant them like such forts in a country, D.10.8, cf. 8.36 ; so τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐ. Luc.Nigr.23 ; ἐ. [τινὰ] τῇ συνωμοσίᾳ.. πολέμιον Plu.Brut.20.
German (Pape)
[Seite 990] eine Mauer, Verschanzung, ein Bollwerk gegen Einen errichten, absolut, Thuc. 1, 142. 7, 47; τινί, gegen Einen, Αἰγινήταις Xen. Hell. 5, 1, 1; τοῖς πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσῃ 7, 2, 20; ἦλθες ἐς Δεκέλειαν καὶ ἐπετείχισας τῇ πατρίδι, u. befestigtest Dekelea, Andoc. 1, 101; Lys. 14, 30; τυραννίδα ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ, er befestigte einen Tyrannen in Euböa als Feind gegen die Athener, Dem. 10, 8; vgl. 8, 36; übertr., τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν, dem Reichthum die Verachtung als Bollwerk entgegenstellen, Luc. Nigr. 23; vgl. Plut. τῇ συνωμοσίᾳ βαρὺν πολέμιον Brut. 20; pass., τὸ φρούριον Ὑρκανίοις ἐπιτετειχίσθαι Xen. Cyr. 5, 3, 11; Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Aesch. 2, 76; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτειχίζω: οἰκοδομῶ φρούριον ἢ ὀχύρωμα ἐπὶ τῶν συνόρων τῆς πολεμίας χώρας ὅπως χρησιμεύῃ ὡς ἡ βάσις στρατιωτικῶν ἐνεργειῶν κατ’ αὐτῆς, ἀπολ., Θουκ. 1. 142, 7. 47· ἐπ. Δεκέλειαν τῇ πατρίδι Ἀνδοκ. 13. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· ἐπ. τῷ Φλιοῦντι τό… Τρικάρανον Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 1, πρβλ. 5. 1, 2· καὶ ἐν τῷ Παθ., Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Αἰσχίν. 38. 5: ― μεταφ., ἐπ. τυράννους ἐν χώρᾳ, ἐγκαθιδρύειν τυράννους ἐν τῇ χώρᾳ, Δημ. 99. 2, πρβλ. 133. 22· οὕτω, τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐπ. Λουκ. Νιγρ. 23· ἐπ. τινὰ τῇ συνωμοσίᾳ… πολέμιον Πλουτ. Βροῦτ. 20.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπετείχισα, pf. ἐπιτετείχικα, pf. Pass. ἐπιτετείχισμαι;
élever un mur, un rempart contre : fig. ἐπ. τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν LUC opposer à la richesse le rempart du dédain ; Pass. être fortifié.
Étymologie: ἐπί, τειχίζω.
Greek Monolingual
(Α ἐπιτειχίζω)
1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.)
αρχ.
1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.)
2. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («καὶ τυραννίδ’ ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπετείχισεν ὑμῑν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ», Δημοσθ.)
3. κτίζω πάνω σε κάτι, κτίζω πάνω σε παλαιά θεμέλια.
Greek Monotonic
ἐπιτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οικοδομώ φρούριο στα σύνορα ως ορμητήριο για επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., ἐπ. τυράννους, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη χώρα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτειχίζω:
1) возводить стены, строить укрепления (Δεκέλεια ἐπιτετειχισμένη Aeschin.): ἐπιτειχίσαι τινί построить укрепления против кого-л.;
2) воздвигать как оплот, противопоставлять (τυραννίδα τινί Dem.; τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν Luc.; δύσμαχον πολέμιόν τινι Plut.).
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to build a fort on the frontier as a basis of operations against the enemy, Thuc., Xen.:—metaph., ἐπ. τυράννους to plant them like such forts, Dem.