ἠλάσκω: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ilasko | |Transliteration C=ilasko | ||
|Beta Code=h)la/skw | |Beta Code=h)la/skw | ||
|Definition=Ep. form of [[ἀλαίνω]] (cf. [[ἠλαίνω]]), <span class="sense"> | |Definition=Ep. form of [[ἀλαίνω]] (cf. [[ἠλαίνω]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wander]], [[stray]], [[roam]], [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες <span class="bibl">Il.13.104</span>; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν <span class="bibl">2.470</span>; of persons, <span class="bibl">Emp.121.4</span>, <span class="bibl">D.P.675</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 1 January 2021
English (LSJ)
Ep. form of ἀλαίνω (cf. ἠλαίνω), A wander, stray, roam, [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Il.13.104; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 2.470; of persons, Emp.121.4, D.P.675.
German (Pape)
[Seite 1159] ep. = ἀλάομαι, unstät hin u. her schweifen, umherirren; von den Hirschen, Il. 13, 104; von den Fliegen, umherschwärmen, αἵ τε κατὰ σταθμὸν π οιμνήϊον ἠλάκουσιν 2, 470; Empedocl. 20 u. sp. D., wie D. Per. 675, εἰς ἑτέρην χώρην.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλάσκω: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀλαίνω (πρβλ. ἠλαίνω). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
errer çà et là, fuir.
Étymologie: ἀλάομαι.
English (Autenrieth)
(ἀλάομαι): prowl about, swarm about, Il. 12.104, Il. 2.470.
Greek Monolingual
ἠλάσκω (AM)
(επικ. τ. του ρ. αλαίνω ή αλώμαι
περιπλανώμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό του αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως του αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια της οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο του αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- του ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, του ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. του αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].
Greek Monotonic
ἠλάσκω: (ἀλάομαι), περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλάσκω:
1) бродить, блуждать, странствовать (ἔλαφοι ἠλάσκουσαι Hom.);
2) носиться, кружиться, летать (μυῖαι ἠλάσκουσιν Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: wander, stray, roam (Β 470, Ν 104, Emp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Through cross with ἀλαίνω arose ἠλαίνω id. (Theoc., Call.). The expressive ἠλάσκω (Schwyzer 708, Chantraine Gramm. hom. 1, 317) differs from ἀλάομαι (s. v.) through the length of the initial vowel. As this cannot be explained within Greek (vgl. Bechtel Lex.), Prellwitz Wb. assumed old ablaut - Here prob. ἠλεός (s. v.) with ἠλίθιος a. o.
Middle Liddell
ἠλάσκω, ἀλάομαι
to wander, stray, roam about, Il.
Frisk Etymology German
ἠλάσκω: {ēláskō}
Forms: Erweiterte Form ἠλασκάζω ib. (Σ 281), durchirren (mit Akk., h. Ap. 142), vermeiden (ι 457; v. l. ἠλυσκάζει, vgl. ἀλυσκάζω s. 2. ἀλέα und Trümpy Fachausdrücke 226).
Grammar: v.
Meaning: umherirren, umherschweifen (Β 470, Ν 104, Emp., D. P.).
Etymology : Durch Kreuzung mit ἀλαίνω entstand ἠλαίνω ib. (Theok., Kall.). Das expressive ἠλάσκω (Schwyzer 708, Chantraine Gramm. hom. 1, 317) unterscheidet sich von dem davon nicht zu trennenden ἀλάομαι (s. d.) durch die Länge des anlautenden Vokals. Da diese innerhalb des Griechischen keine überzeugende Erklärung gefunden hat (vgl. Bechtel Lex.), hat Prellwitz Wb. alten Ablaut angenommen unter Heranziehung von lett. âl’a halb verrückter Mensch (gegenüber aluôt : ἀλάομαι). — Hierher wahrscheinlich ἠλεός (s. d.) mit ἠλίθιος u. a.
Page 1,628-629