Πέλοψ: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "   " to "")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Pelops
|Transliteration C=Pelops
|Beta Code=*pe/loy
|Beta Code=*pe/loy
|Definition=οπος, ὁ, <span class="title">Pelops</span>, <span class="bibl">Il. 2.104</span>, etc. : Adj. Πελόπιος, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>515</span>, etc. ; Πελοπήϊος, A. R. 1.758, al. : pecul. fem. Πελοπηΐς, [[ΐδος]], <span class="bibl">Call. <span class="title">Del.</span>72</span>, <span class="bibl">A.R.4.1570</span>, Nic.<span class="title">Fr.</span> 104.
|Definition=οπος, ὁ, [[Pelops]], <span class="bibl">Il. 2.104</span>, etc. : Adj. [[Πελόπιος]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>515</span>, etc. ; [[Πελοπήϊος]], A. R. 1.758, al. : pecul. fem. [[Πελοπηΐς]], [[ΐδος]], <span class="bibl">Call. <span class="title">Del.</span>72</span>, <span class="bibl">A.R.4.1570</span>, Nic.<span class="title">Fr.</span> 104.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:47, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πέλοψ Medium diacritics: Πέλοψ Low diacritics: Πέλοψ Capitals: ΠΕΛΟΨ
Transliteration A: Pélops Transliteration B: Pelops Transliteration C: Pelops Beta Code: *pe/loy

English (LSJ)

οπος, ὁ, Pelops, Il. 2.104, etc. : Adj. Πελόπιος, E.Fr.515, etc. ; Πελοπήϊος, A. R. 1.758, al. : pecul. fem. Πελοπηΐς, ΐδος, Call. Del.72, A.R.4.1570, Nic.Fr. 104.

Greek (Liddell-Scott)

Πέλοψ: -οπος, ὁ, (πελός, ὄψ) ὁ σκοτεινὴν ἔχων ὄψιν, μελαψὸς υἱὸς τοῦ Ταντάλου, ἐλθὼν ἐκ Λυδίας εἰς Πελοπόννησον ἧς καὶ ἀνεδείχθη ἡγεμὼν καὶ ἐξ αὐτοῦ ὠνομάσθη Πελοπόννησος, Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
Pélops (« Visage-pâle ») fils de Tantale, époux d’Hippodamie.
Étymologie: πελός, ὄψ;
{rem. de Chaeréphon : « pâle » doit être une erreur de Bailly, car πελός signifie le contraire ; Chantraine s.v. πελιδνός s’interroge sur le sens de Πέλοψ et ne partage pas vraiment l’hypothèse de Kretschmer}.

English (Autenrieth)

Pelops, son of Tantalus, father of Atreus and Thyestes, gained with his wife Hippodamīa, the daughter of Oenomaus, the throne of Elis, Il. 2.104 ff.

English (Slater)

Πέλοψ son of Tantalos, husband of Hippodameia; king of Pisa in Elis; buried at Olympia ( (O. 1.90) ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ Olympia (O. 1.24) ἐν δρόμοις Πέλοπος at Olympia (O. 1.94)
1 ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (O. 3.23), cf. ]Κρονίου Πέλοπος (v. Κρόνιος) Πα. 22b. 7. ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) Λυδὸς ἥρως Πέλοψ (O. 9.9) ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at Olympia (O. 10.24) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη at the Isthmian games in the Peloponnese (N. 2.21)

Greek Monolingual

-οπος ὁ Α
μυθ.
επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου, γιος του βασιλιά της Φρυγίας ή της Λυδίας Ταντάλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας, αδελφός της Νιόβης και του Βροτέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός.

Greek Monotonic

Πέλοψ: -οπος, ὁ (πελός, ὄψ), Πέλοπας, δηλ. αυτός που έχει σκοτεινή όψη, ο γιος του Τάνταλου που ήρθε από τη Λυδία και έδωσε το όνομά του στην Πελοπόννησο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Πέλοψ: οπος ὁ Пелоп (родом из Лидии, сын Тантала, брат Ниобы, муж Гипподамии, отец Атрея, Тиеста и др., царь Элиды и Аргоса) Pind., Her., Soph. etc.

Middle Liddell

Πέλ-οψ, οπος, πελός, ὄψ]
Pelops, i. e. dark-face, son of Tantalus, who migrated from Lydia, and gave his name to Peloponnesus, Il.