γέλασμα: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />rire ; <i>fig.</i> pli, ride (sur la surface de | |btext=ατος (τό) :<br />rire ; <i>fig.</i> pli, ride (sur la surface de l'eau).<br />'''Étymologie:''' [[γελάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:00, 5 September 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A smile, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.Pr.90. II cause of laughter, γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. Sent.12.
German (Pape)
[Seite 479] τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.
Greek (Liddell-Scott)
γέλασμα: τό, γέλως, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, τὸ τοῦ Keble «manytwinkling smile of Ocean» (πρβλ. ridentibus undis, Lucret.), Αἰσχύλ. Πρ. 90, ἔνθα ἴδε Blomf.· πρβλ. ἐπιγελάω, γέλως Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rire ; fig. pli, ride (sur la surface de l'eau).
Étymologie: γελάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fig. sonrisa κυμάτων ἀνήριθμον γ. A.Pr.90, τὸ τῆς θαλάττης γ. Poll.6.200.
2 motivo de risa γῆρας ... πολυχρόνιον γ. Secund.Sent.18, cf. plu., Aq.Hb.1.10.
Greek Monolingual
το (AM γέλασμα) γελώ
1. το γέλιο
2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως
3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία
νεοελλ.
το ξεγέλασμα, η απάτη
αρχ.
ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.).
Greek Monotonic
γέλασμα: -ατος, τό (γελάω), γέλιο· κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, «το ακτινοβόλο χαμόγελο του Ωκεανού», σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γέλασμα: ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).
Middle Liddell
γελάω
a laugh, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα "the many-twinkling smile of Ocean, " Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέλασμα -ατος, τό γελάω het lachen.