Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔμηλος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 52: Line 52:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔμηλος:''' изобилующий овцами ([[νῆσος]] Hom., HH; [[Ἀρκαδία]] Pind., Theocr.).
|elrutext='''εὔμηλος:''' [[изобилующий овцами]] ([[νῆσος]] Hom., HH; [[Ἀρκαδία]] Pind., Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[rich]] in [[sheep]], Od., Pind.
|mdlsjtxt=[[rich]] in [[sheep]], Od., Pind.
}}
}}

Revision as of 13:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμηλος Medium diacritics: εὔμηλος Low diacritics: εύμηλος Capitals: ΕΥΜΗΛΟΣ
Transliteration A: eúmēlos Transliteration B: eumēlos Transliteration C: eymilos Beta Code: eu)/mhlos

English (LSJ)

Dor. εὔμᾱλος, ον, A rich in sheep, Od.15.406, h.Ap.54, Pi. O.6.100, Simon.103, Theoc.22.157, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] mit guten Schaafen, schaafreich, Od. 15, 406 H. Apoll. 54; Ἀρκαδία Pind. Ol. 6, 100; Theocr. 22, 157 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμηλος: Δωρ. εὔμᾱλος, ον, ἔχων πλῆθος προβάτων, Ὀδ. Ο. 406. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 54, Πίνδ. Ο. 6. 169, Θεόκρ. 22. 157.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses brebis.
Étymologie: εὖ, μῆλον¹.

English (Autenrieth)

abounding in sheep, Od. 15.406†.

English (Slater)

εὔμηλος, -ον
   1 rich in flocks εὐμήλοιο Ἀρκαδίας (O. 6.100)

Greek Monolingual

εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].

I

Όνομα μυθολογικών προσώπων.

1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε στον Άδμητο.

2. Πρώτος βασιλιάς της Πάτρας. Ίδρυσε με τον Τριπτόλεμο την Άνθεια.

3. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης.

II

‘Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Κορίνθιος ποιητής (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Έργα του είναι: Κορινθιακά, Βουφονίαν, Προσόδιον εις Δήλον και Ευρωπίαν.

2. Σκύθης βασιλιάς του Κιμμερίου Βοσπόρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Ευεργέτησε τους Έλληνες του Πόντου.

3. Αθηναίος θεσμοθέτης (223 – 122 π.Χ.).

4. Ζωγράφος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.).

Greek Monotonic

εὔμηλος: Δωρ. -μᾱλος, -ον, πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμηλος: изобилующий овцами (νῆσος Hom., HH; Ἀρκαδία Pind., Theocr.).

Middle Liddell

rich in sheep, Od., Pind.