κατατοξεύω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatokseyo | |Transliteration C=katatokseyo | ||
|Beta Code=katatoceu/w | |Beta Code=katatoceu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strike down with arrows]], [[shoot dead]], τινα <span class="bibl">Hdt.3.36</span>, <span class="bibl">Th.3.34</span>, etc.; ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>944</span>:—Pass., <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>4.7.6</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>34</span>: metaph., κ. τινὰ τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς <span class="bibl">Eun. <span class="title">Hist.</span>p.263</span> D.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:25, 1 January 2021
English (LSJ)
A strike down with arrows, shoot dead, τινα Hdt.3.36, Th.3.34, etc.; ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κ. Ar.Nu.944:—Pass., X. HG4.7.6, Phld.Piet.34: metaph., κ. τινὰ τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς Eun. Hist.p.263 D.
Greek (Liddell-Scott)
κατατοξεύω: τοξεύω κατά τινος, κτυπῶ διὰ τῶν βελῶν τοῦ τόξου, τοξεύων θανατώνω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 36· συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν, τόξοις ἐναιρεῖ, φονεύει, Θουκ. 3. 34· καὶ τὸ Παθ., πολλοὶ κατετοξεύθησαν Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 6· μεταφορ., ῥηματίοις καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατ. Ἀριστοφ. Νεφ. 944· τρυφὴ κ. τινὰ Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
percer de traits, acc..
Étymologie: κατά, τοξεύω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of τόξον; to shoot down with an arrow or other missile: thrust through.
English (Thayer)
1future passive κατατοξευθήσομαι; to shoot down or thrust through with an arrow: τινα βολίδι, from Herodotus, Thucydides, Xenophon, others.)
Greek Monolingual
κατατοξεύω (Α)
(επιτ. τ. του τοξεύω)
1. τοξεύω, ρίχνω με το τόξο βέλη εναντίον κάποιου
2. θανατώνω κάποιον τοξεύοντας («συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν», Θουκ.)
3. μτφ. συντρίβω, καταβάλλω, αποστομώνω κάποιον («ῥηματίοις καινοῑς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κατατοξεύω: μέλ. -σω, τοξεύω, βάλλω εναντίον κάποιου με τόξα, πλήττω θανάσιμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κατατοξεύω:
1) убивать стрелами, застреливать (τινά Thuc., Xen. etc., редко τινός Plut.);
2) перен. поражать насмерть (τινὰ ῥηματίοισιν καὶ διανοίαις Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τοξεύω neerschieten; ook overdr.: ῥηματίοισιν καινοῖς αὐτὸν καὶ διανοίαις κατατοξεύσω met nieuwe woorden en ideeën zal ik hem neerhalen Aristoph. Nub. 944.
Middle Liddell
fut. σω
to strike down with arrows, shoot dead, Hdt., Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:katatoxeÚw 卡他-拖克修哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-射
字義溯源:射死,射落;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τόξον)=弓)組成;而 (τόξον)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 射死(1) 來12:20