καταφυγή: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafygi | |Transliteration C=katafygi | ||
|Beta Code=katafugh/ | |Beta Code=katafugh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[place of refuge]], <span class="bibl">Hdt.7.46</span>; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>267</span>; <b class="b3"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[place of refuge]], <span class="bibl">Hdt.7.46</span>; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>267</span>; <b class="b3">καταφυγὴ σωτηρίας</b> a [[safe]] [[retreat]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span>724</span>; μηδεμίαν ἔχειν καταφυγήν <span class="bibl">Isoc.14.55</span>; μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1155a12</span>; κύριος καταφυγὴ μου <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>17.15</span>; ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4638.29</span> (ii B.C.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. obj., <b class="b3">καταφυγὴ κακῶν</b> [[refuge]] from [[evil]]s <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>448</span> (pl.); τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων καταφυγὴ εἶναι τοὺς βωμούς <span class="bibl">Th.4.98</span>; καταφυγὴν ποιεῖσθαι εἰς τέκνα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>567</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Antipho 1.4</span>; ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>699b</span>, etc.; ἡ εἰς τοὺς νόμους καταφυγὴ <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>10</span>; ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ καταφυγὴ καὶ νόμος ὁ δεσπότης <span class="bibl">Men. 581</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[way of escape]], [[excuse]], μεγάλων ἀδικημάτων <span class="bibl">D.46.9</span>, cf. <span class="bibl">54.21</span> (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:08, 3 July 2022
English (LSJ)
ἡ, A place of refuge, Hdt.7.46; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp.267; καταφυγὴ σωτηρίας a safe retreat, Id.Or.724; μηδεμίαν ἔχειν καταφυγήν Isoc.14.55; μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN1155a12; κύριος καταφυγὴ μου LXX Ex.17.15; ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29 (ii B.C.), etc. 2 c. gen. obj., καταφυγὴ κακῶν refuge from evils E.Or.448 (pl.); τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων καταφυγὴ εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98; καταφυγὴν ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or.567 (pl.), cf. Antipho 1.4; ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg.699b, etc.; ἡ εἰς τοὺς νόμους καταφυγὴ Hyp.Eux.10; ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ καταφυγὴ καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581. II way of escape, excuse, μεγάλων ἀδικημάτων D.46.9, cf. 54.21 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de se réfugier, refuge;
2 lieu de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ (AM καταφυγή) καταφεύγω
1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας
2. έκκληση, επίκληση
3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο
Greek Monotonic
καταφυγή: ἡ,
I. καταφύγιο, άσυλο, μέρος καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., κ. κακῶν, καταφύγιο από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.
II. τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448.
Russian (Dvoretsky)
καταφῠγή: ἡ
1) убежище, прибежище (ἔχει καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.): κ. σωτηρίας Eur. надежное убежище; κ. κακῶν Eur. спасение от бедствий; καταφυγὴν ἔχειν или ποιεῖσθαι εἴς τινα Eur. искать убежища у кого-л.;
2) уловка, увертка Dem.
Middle Liddell
καταφῠγή, ἡ,
I. a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc.
II. a way of escape, excuse, Dem.
English (Woodhouse)
refuge, place of refuge, place of retirement, place of retreat, way of escape