κατεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεπᾴδω]] (Α)<br />[[υποτάσσω]], [[καταβάλλω]] κάποιον με ωδή ή με [[μαγεία]] («νέους λαμβάνοντες, [[ὥσπερ]] [[λέοντας]], κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον με [[λόγια]] [[γλυκά]], καταπραϋντικά, κολακευτικά<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] διαρκώς, λέω [[συχνά]] («ταῡτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άδω</i> «[[τραγουδώ]] μαγικές ωδές»].
|mltxt=[[κατεπᾴδω]] (Α)<br />[[υποτάσσω]], [[καταβάλλω]] κάποιον με ωδή ή με [[μαγεία]] («νέους λαμβάνοντες, [[ὥσπερ]] [[λέοντας]], κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον με [[λόγια]] [[γλυκά]], καταπραϋντικά, κολακευτικά<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] διαρκώς, λέω [[συχνά]] («ταῦτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άδω</i> «[[τραγουδώ]] μαγικές ωδές»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπᾴδω Medium diacritics: κατεπᾴδω Low diacritics: κατεπάδω Capitals: ΚΑΤΕΠΑΔΩ
Transliteration A: katepā́idō Transliteration B: katepadō Transliteration C: katepado Beta Code: katepa/|dw

English (LSJ)

A subdue by song or enchantment, τινα Pl.Grg.483e, Men.80a, Plu.Dio14, Lib.Or.64.91; τὰς τῶν νέων ψυχάς Max.Tyr.23.3; overcome by a spell, Phld.Lib.p.290.; soothe, τινος Ach.Tat.7.10. 2 sing by way of enchantment, Id.2.7. II to be always repeating, Ph.2.304, Anon. ap. Suid., Hld.7.10, Ach.Tat.2.19.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπᾴδω: ὑποτάσσω τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες ὥσπερ λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε σεαυτοῦ καὶ ῥᾴων ἔσει Α. 889· ᾄδω ὅπως θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ καταπραΰνω, Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., ῥῆμα κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε ἐπαναλαμβάνω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.

French (Bailly abrégé)

I. chanter aux oreilles de, gén. ; abs. assourdir;
II. prononcer des paroles magiques sur ou contre :
1 ensorceler par des chants ou des charmes magiques;
2 prononcer pour un sortilège.
Étymologie: κατά, ἐπᾴδω.

Greek Monolingual

κατεπᾴδω (Α)
υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά
2. τραγουδώ για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον
3. επαναλαμβάνω διαρκώς, λέω συχνά («ταῦτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άδω «τραγουδώ μαγικές ωδές»].

Greek Monotonic

κατεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, υποτάσσω με μαγεία, τινά, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-επᾴδω (met gezang) betoveren.

Russian (Dvoretsky)

κατεπᾴδω:
1) зачаровывать (заклинаниями), околдовывать (τινά Plat.; τινὰ τῷ Πλάτωνος λόγῳ Plut.);
2) усмирять, приручать (λέοντας Plat.; θηρία Diod.).

Middle Liddell

fut. -ᾴσομαι
to subdue by charms, τινά Plat.