σιτώνης: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitonis | |Transliteration C=sitonis | ||
|Beta Code=sitw/nhs | |Beta Code=sitw/nhs | ||
|Definition=ου, ὁ, (ὠνέομαι) | |Definition=ου, ὁ, (ὠνέομαι) [[public buyer of corn]], an officer in many Greek states, as at Athens, <span class="bibl">D.18.248</span>, <span class="title">IG</span>22.792.11; at Samos, <span class="title">SIG</span>976.45 (ii B.C.); in Laconia, <span class="title">IG</span>5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, <span class="title">IGRom.</span>4.1228. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:04, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὠνέομαι) public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οιν-ώνης].
Greek Monotonic
σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
Russian (Dvoretsky)
σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.
Middle Liddell
σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.