ταλανίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:50, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰνίζω Medium diacritics: ταλανίζω Low diacritics: ταλανίζω Capitals: ΤΑΛΑΝΙΖΩ
Transliteration A: talanízō Transliteration B: talanizō Transliteration C: talanizo Beta Code: talani/zw

English (LSJ)

A call or deem one unhappy, Aesop.113,328, Jo Sic. in Rh.6.451 W.:—Pass., Ptol.Tetr.208, Heliod. in EN19.18:—hence τᾰλᾰν-ισμός, ὁ, Jo.Sic. l.c.

German (Pape)

[Seite 1064] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰνίζω: ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ σχετλιάζω, ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακαρίζω, «ὅρα μήποτε... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.

French (Bailly abrégé)

appeler malheureux ou regarder comme malheureux.
Étymologie: τάλας.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τάλας, -ανος]
1. αποκαλώ κάποιον τάλανα, ταλαίπωρο, οικτίρω
2. βασανίζω, ταλαιπωρώ
μσν.
εξευτελίζω, ταπεινώνω
μσν.-αρχ.
κατηγορώ, καταγγέλλω
αρχ.
συμπονώ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰνίζω: называть себя несчастным, жаловаться, сетовать Aesop.