ἀνάστημα: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνάσταμα]] <i>SB</i> 10771 (III a.C.); tb. [[ἀνάστεμα]] LXX <i>Iu</i>.9.10<br /><b class="num">I</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[altura]] de una planta, Thphr.<i>HP</i> 9.9.5, de montañas, Hero <i>Def</i>.135.8<br /><b class="num">•</b>[[estatura]] de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.<i>AI</i> 2.230<br /><b class="num">•</b>[[alzada]] de un animal, D.S.5.17<br /><b class="num">•</b>fig. [[dignidad]], [[majestad]] ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).<br /><b class="num">2</b> [[restauración]], [[reparación]] εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.<br /><b class="num">3</b> [[erupción]] φλυκταινῶν Lyd.<i>Ost</i>.35.<br /><b class="num">II</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[región alta]], [[altura]] gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14<br /><b class="num">•</b>[[prominencia]], [[saliente]] Simp.<i>in Cael</i>.480.15<br /><b class="num">•</b>[[cubo de la rueda]], Sm.<i>Ez</i>.1.18<br /><b class="num">•</b>[[defensa]], [[colmillo]] de elefantes <i>SB</i> 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[estructura]], [[edificio]] πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.<i>Gnom</i>.62, cf. I.<i>Ap</i>.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.<i>Herc</i>.1457.10.37<br /><b class="num">•</b>[[creación]] εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν <i>Orac.Sib</i>.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ [[ἀνάστημα]] <i>T.Abr.A</i> 10 (p.88.19).<br /><b class="num">3</b> [[guarnición]] en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1<i>Re</i>.10.5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:20, 20 July 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀνίσταμαι) A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.). 2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15. 3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc. 4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10. 5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.
German (Pape)
[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάσταμα SB 10771 (III a.C.); tb. ἀνάστεμα LXX Iu.9.10
I abstr.
1 altura de una planta, Thphr.HP 9.9.5, de montañas, Hero Def.135.8
•estatura de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.AI 2.230
•alzada de un animal, D.S.5.17
•fig. dignidad, majestad ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).
2 restauración, reparación εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.
3 erupción φλυκταινῶν Lyd.Ost.35.
II concr.
1 región alta, altura gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14
•prominencia, saliente Simp.in Cael.480.15
•cubo de la rueda, Sm.Ez.1.18
•defensa, colmillo de elefantes SB 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).
2 estructura, edificio πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.Gnom.62, cf. I.Ap.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.37
•creación εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν Orac.Sib.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ ἀνάστημα T.Abr.A 10 (p.88.19).
3 guarnición en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1Re.10.5.
Greek Monolingual
το (AM ἀνάστημα) ανίστημι
ύψος, μέγεθος
νεοελλ.
1. ύψος ανθρώπου, μπόι
2. ηθικό ύψος, μεγαλείο
3. ύψωμα, λόφος
4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα
μσν.-αρχ.
1. οικοδόμημα, κτήριο
2. οίδημα, εξάνθημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάστημα: ατος τό
1) возвышенность, высота (πόλεις ἐν τοῖς ἀναστήμασι κατοικίζειν Diod.);
2) вышина, рост (ἀναστήματα τῶν σωμάτων Diod.);
3) величие, величественность (βασιλικόν Diod.).