ἀμφιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆγος<br /><b class="num">1</b> [[batido]], [[golpeado por ambos lados]]de un istmo, Paul.Sil.<i>Ambo</i> 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.<i>D</i>.13.509, cf. 29.285.<br /><b class="num">2</b> [[que hiere por ambos lados o filos]] ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.<i>Tr</i>.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.<i>D</i>.27.129, σφῦραι <i>AP</i> 6.205 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... [[ἀρά]] S.<i>OT</i> 417.
|dgtxt=-ῆγος<br /><b class="num">1</b> [[batido]], [[golpeado por ambos lados]] de un istmo, Paul.Sil.<i>Ambo</i> 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.<i>D</i>.13.509, cf. 29.285.<br /><b class="num">2</b> [[que hiere por ambos lados o filos]] ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.<i>Tr</i>.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.<i>D</i>.27.129, σφῦραι <i>AP</i> 6.205 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... [[ἀρά]] S.<i>OT</i> 417.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:25, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπλήξ Medium diacritics: ἀμφιπλήξ Low diacritics: αμφιπλήξ Capitals: ΑΜΦΙΠΛΗΞ
Transliteration A: amphiplḗx Transliteration B: amphiplēx Transliteration C: amfipliks Beta Code: a)mfiplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, A striking with both sides, φάσγανον Id.Tr. 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά OT417.

German (Pape)

[Seite 142] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, φάσγανον Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, φάσγανον Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
qui frappe des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, πλήσσω.

Spanish (DGE)

-ῆγος
1 batido, golpeado por ambos lados de un istmo, Paul.Sil.Ambo 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.D.13.509, cf. 29.285.
2 que hiere por ambos lados o filos ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.Tr.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.D.27.129, σφῦραι AP 6.205 (Leon.)
fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... ἀρά S.OT 417.

Greek Monolingual

ἀμφιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος
2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ, παραπλήξ κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀμφιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπλήξ: ῆγος adj.
1) обоюдоострый (φάσγανον Soph.);
2) двойной (μητρός τε καὶ πατρὸς ἀρά Soph.);
3) двухсторонний (σφῦραι Anth.).

Middle Liddell

πλήσσω
striking with both sides, double-edged, Soph.