ἀνόρνυμι: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνόρνῡμι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre en tm.] | |dgtxt=(ἀνόρνῡμι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre en tm.]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. -όρσω Pi.<i>N</i>.9.8]<br /><b class="num">1</b> en v. act. [[levantar]] ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.<i>N</i>.9.8, [[ἀνά]] θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[levantarse]] ἂν δ' [[ἄρα]] Τυδεΐδης ὦρτο <i>Il</i>.23.812, ἂν δ' [[ἄρα]] ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς <i>Od</i>.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
fut. -όρσω, A rouse, stir up, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ὄρσομεν Pi.N.9.8; τινά A.R.4.1352:—Pass., ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ep. aor.) up he started, Il.23.812, cf. Od.8.3; ἀνὰ δ' ὤρνυτ' Ἰήσων A.R.1.349.
German (Pape)
[Seite 241] (s. ὄρνυμι), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀρχίζω, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ’, ἀνὰ δ’ αὐλὸν … ὄρσομεν Πινδ. Ν. 9. 16· τινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1352: ― Παθ., φων. ἂν δ’ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ἐπ. ἀόρ.) ἀνεπήδησεν, «ἐτινάχθη ἐπάνω», Ἰλ. Ψ. 812· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἂν δ’ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Θ. 3· ἀνὰ δ’ αὐτὸς ἀρήϊος ὤρνυτ’ Ἰήσων, ἠγέρθη, ἐσηκώθη ἐπάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 349.
English (Slater)
ἀνόρνυμι
1 rouse, strike up ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Morel.: i. e. aor. subj.: ὄρσωμεν codd.) (N. 9.8)
Spanish (DGE)
(ἀνόρνῡμι)
• Morfología: [siempre en tm.]
• Morfología: [fut. -όρσω Pi.N.9.8]
1 en v. act. levantar ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.N.9.8, ἀνά θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.
2 en v. med. levantarse ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο Il.23.812, ἂν δ' ἄρα ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς Od.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.
Greek Monolingual
ἀνόρνυμι (Α)
1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω
2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι.
Greek Monotonic
ἀνόρνῡμι: μέλ. -όρσω, ερεθίζω, διεγείρω, εξεγείρω, σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. βʹ ἀνῶρτο, ξεκινώ, αρχίζω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόρνῡμι: (только in tmesi) поднимать (αὐλον Pind.); med.-pass. подниматься Hom.
Middle Liddell
to rouse, stir up, Pind.:—Pass., epic aor2 ἀνῶρτο, to start up, Hom.