ἡμερόφαντος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμερόφαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («[[ὄναρ]] ἡμερόφαντον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φαντος</i>, <i>τηλέ</i>-<i>φαντος</i>].
|mltxt=[[ἡμερόφαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («[[ὄναρ]] ἡμερόφαντον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φαντος</i>, <i>τηλέ</i>-<i>φαντος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόφαντος Medium diacritics: ἡμερόφαντος Low diacritics: ημερόφαντος Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: hēmeróphantos Transliteration B: hēmerophantos Transliteration C: imerofantos Beta Code: h(mero/fantos

English (LSJ)

ον, A appearing by day, ὄναρ A.Ag.82 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1166] ὄνειρος, bei Tage erschienen, Aesch. Ag. 82.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφαντος: -ον, ἐμφανιζόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ὄναρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paraît ou se montre le jour.
Étymologie: ἡμέρα, φαίνω.

Greek Monolingual

ἡμερόφαντος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά-φαντος, τηλέ-φαντος].

Greek Monotonic

ἡμερόφαντος: -ον (φαίνομαι), αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερόφαντος: появляющийся днем, дневной (ὄναρ Aesch.).

Middle Liddell

ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]
appearing by day, Aesch.