σιτηρός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "" to "ἡ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitiros
|Transliteration C=sitiros
|Beta Code=sithro/s
|Beta Code=sithro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of corn]], <b class="b3">τὰ σ. γεύματα</b> food [[made from corn]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>10</span>; <b class="b3">σ. μέτρα</b> [[corn]] measures, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1135a2</span>; <b class="b3">μέδιμνος σ</b>. <span class="title">IG</span>22.1013.27; [[σιτηρά]], [[]], [[tax on corn]], ib.1707.6, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1742.16</span>, <span class="bibl">1743.13</span> (i B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fit for food]], [[eatable]], Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.47</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">καρπὸς ὁ σ</b>. [[cereals]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>13</span>; so <b class="b3">τὰ σ</b>.,= <b class="b3">τὰ σιτώδη</b>, opp. [[ζῷα]], [[λάχανα]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>1.10.7</span>, <span class="bibl">8.2.3</span>, Dsc.3 <span class="title">Prooem.</span></span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of corn]], <b class="b3">τὰ σ. γεύματα</b> food [[made from corn]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>10</span>; <b class="b3">σ. μέτρα</b> [[corn]] measures, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1135a2</span>; <b class="b3">μέδιμνος σ</b>. <span class="title">IG</span>22.1013.27; [[σιτηρά]], ἡ, [[tax on corn]], ib.1707.6, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1742.16</span>, <span class="bibl">1743.13</span> (i B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fit for food]], [[eatable]], Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.47</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">καρπὸς ὁ σ</b>. [[cereals]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>13</span>; so <b class="b3">τὰ σ</b>.,= <b class="b3">τὰ σιτώδη</b>, opp. [[ζῷα]], [[λάχανα]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>1.10.7</span>, <span class="bibl">8.2.3</span>, Dsc.3 <span class="title">Prooem.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:20, 30 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρός Medium diacritics: σιτηρός Low diacritics: σιτηρός Capitals: ΣΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: sitērós Transliteration B: sitēros Transliteration C: sitiros Beta Code: sithro/s

English (LSJ)

ά, όν, A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN1135a2; μέδιμνος σ. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.). II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47. III καρπὸς ὁ σ. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.

German (Pape)

[Seite 885] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρός: -ά, -όν, (σῖτος) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· μέδιμνος σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν κατάλληλος, ἐδώδιμος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. καρπὸς ὁ σ., σῖτος ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de blé, qui concerne le blé.
Étymologie: σῖτος.

Greek Monolingual

-ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά
τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακά
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. παρασκευασμένος από σιτάρι
2. εδώδιμος, φαγώσιμος
3. το θηλ. ως ουσ.σιτηρά
ο δασμός του σιταριού
4. φρ. «καρπὸςσιτηρός» — τα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός)].

Greek Monotonic

σῑτηρός: -ά, -όν, αυτός που παρασκευάζεται από σιτηρά, δημητριακός, μέτρασιτηρά, μέτρα (σταθμά) για το ζύγισμα των σιτηρών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηρός: хлебный, предназначенный для хлеба в зерне (μέτρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2.

Middle Liddell

σῑτηρός, ή, όν
of corn, μέτρα ς. corn-measures, Arist.