θακέω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾱκέω''': Ἰων. καὶ Δωρ. [[θωκέω]], [[κάθημαι]], θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Πρ. 313· [[ἥσυχος]] θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, [[ἄνευ]] τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· [[βώμιος]] θακεῖς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 239. ― Πρβλ. [[θαάσσω]], [[θάσσω]].
|lstext='''θᾱκέω''': Ἰων. καὶ Δωρ. [[θωκέω]], [[κάθημαι]], θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Πρ. 313· [[ἥσυχος]] θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, [[ἄνευ]] τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· [[βώμιος]] θακεῖς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 239. ― Πρβλ. [[θαάσσω]], [[θάσσω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱκέω Medium diacritics: θακέω Low diacritics: θακέω Capitals: ΘΑΚΕΩ
Transliteration A: thakéō Transliteration B: thakeō Transliteration C: thakeo Beta Code: qake/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. θωκέω, impf. A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν… Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325 κόραι θάκουν (impf.)… ᾔνουν τε (Herm. θάκους… ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.

German (Pape)

[Seite 1181] sitzen, nur praes. u. impf. is. θᾶκος, das Vorige u. θωκέω); θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, auf dem Herrscherthrone sitzen, Aesch. Prom. 389; so auch τάχ' ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν κλύοι Ζεύς, noch viel höher thronend, 313; ἐν μέσοις βοτοῖς θακεῖ Soph. Ai. 318; ἀγοραῖσι O. R. 20; von dem, der sich als Schutzflehender an den Altar setzt, προστρόπαιος, Ai. 1152; vgl. ἐφ' οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Heracl. 240; impf., Hec. 1153.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱκέω: Ἰων. καὶ Δωρ. θωκέω, κάθημαι, θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… Ζεὺς Αἰσχύλ. Πρ. 313· ἥσυχος θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, ἄνευ τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· βώμιος θακεῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 239. ― Πρβλ. θαάσσω, θάσσω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 être assis, particul. être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;
2 séjourner, demeurer.
Étymologie: θᾶκος.

Greek Monotonic

θᾱκέω: (θᾶκος), Ιων. και Δωρ. θωκέω, κάθομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.
• θᾱκέω: το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θακέω: ион. θωκέω
1) сидеть, восседать (ἐν θρόνῳ Her.; παγκρατεῖς ἕδρας, ἀνωτέρω Aesch.): ἥσυχος θακεῖ Soph. он безмолвно сидит;
2) (о просящих защиты, молящихся и т. п.) сидеть на корточках, т. е. припадать к алтарю: τὸ ἄλλο φῦλον ἐξεστεμμένον ἀγοραῖσι θακεῖ Soph. остальное население (Фив), со священными ветвями, молитвенно сидит на площадях; Ζεὺς ἐφ᾽ οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Зевс, к алтарю которого ты припал;
3) сидеть, пребывать, находиться (κατὰ στέγας Soph.).

Middle Liddell

θᾱκέω, θᾶκος
to sit, Hdt., Trag.; c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, Aesch.: suppliants, Soph., Eur.