εὐτραφής: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>διο</i>-<i>τραφής</i>, <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (τρέφω) A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7. II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].
Greek Monotonic
εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰφής:
1) хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2) полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3) хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4) питательный (γάλα Aesch.);
5) питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).
Middle Liddell
εὐ-τρᾰφής, ές τρέφω
I. well-fed, well-grown, thriving, fat, Eur., etc.
II. act. nourishing, Aesch.
English (Woodhouse)
brawny, fat, plump, stout, well-grown, in fit condition, well grown, well-nurtured