ψυδνός: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[ψευδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψυδνή [[χέρσος]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιά]], ὀλίγη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ψυδ</i>- του [[ψεύδομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[ψευδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψυδνή [[χέρσος]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιά]], ὀλίγη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ψυδ</i>- του [[ψεύδομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. <i>στεγ</i>-<i>νός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A v.l. for ψυδρός in Thgn.122. II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)
German (Pape)
[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ψυδρός.
Étymologie: ψεύδω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ψευδής
2. φρ. «ψυδνή χέρσος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].
Greek Monotonic
ψυδνός: -ή, -όν ή ψυδρός, -ά, -όν (ψεύδομαι), ψεύτικος, σε Θέογν.