ογκώνω: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῡν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]
αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.
β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)
2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) ὀγκοῦμαι, -όομαι
μτφ. α) γίνομαι ογκωδέστερος
β) υπερηφανεύομαι
γ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαι
αρχ.
1. υψώνω, ανεγείρωἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)
2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνω
β) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», Ευρ.)
γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδες
δ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)
3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).