προσκαλώ: Difference between revisions
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσκαλῶ, -έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [[καλῶ]]<br />[[καλώ]] κάποιον να έλθει σ' εμένα, τον [[φωνάζω]], του [[παραγγέλλω]] να έλθει ή να μεταβεί [[κάπου]] (α. «φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε [[τραπέζι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «με τη σιγαλή [[λαλιά]] τον ήλιο προσκαλούσι», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «προσκαλέσαντες τοὺς Βοιωτούς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ως ανώτερη [[αρχή]] ή με μια επίσημη [[ιδιότητα]] (α. «προσκλήθηκε ως [[μάρτυρας]] κατηγορίας» β. «το διοικητικό [[συμβούλιο]] προσκάλεσε τους μετόχους σε γενική [[συνέλευση]]»)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να έλθει ή να παρευρεθεί [[κάπου]], να μετάσχει σε μια [[εκδήλωση]] (α. «[[προσκαλώ]] σε [[γεύμα]]» β. «στον γάμο τους προσκάλεσαν μόνον τους στενούς συγγενείς και φίλους» γ. «ο [[δήμος]] προσκαλεί στα [[εγκαίνια]] του ιδρύματος όλους τους δημότες»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο προσκεκλημένος</i>, <i>η προσκεκλημένη</i> και <i>προσκαλεσμένος</i>, <i>προσκαλεσμένη</i><br />αυτός που έχει προσκληθεί να συμμετάσχει σε μια [[εκδήλωση]] ή να παρευρεθεί [[κάπου]] («στην [[τελετή]] προσήλθαν όλοι οι προσκεκλημένοι»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προσκαλώ]] υπό τα όπλα» — [[επιστρατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαγορεύω]] κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («προσκαλῶ ὀνόματι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]], [[διεγείρω]] («προσκαλῶ ἔκκρισιν», Σωρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[εγκαλώ]] στη [[δικαιοσύνη]], [[ενάγω]] («προσκαλοῦμαι σ', ὦ γέρον, ὕβρεως» — σε [[εγκαλώ]] στο δικαστήριο, γέροντα, για [[εξύβριση]], <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[καλώ]] [[προς]] τον εαυτό μου («προσκαλεῑται Ξενοφώντα ἐκ τοῦ ἑλληνικοῡ στρατεύματος», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[καλώ]] σε βοήθειά μου («[[τίνα]] σπουδὴν | |mltxt=προσκαλῶ, -έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [[καλῶ]]<br />[[καλώ]] κάποιον να έλθει σ' εμένα, τον [[φωνάζω]], του [[παραγγέλλω]] να έλθει ή να μεταβεί [[κάπου]] (α. «φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε [[τραπέζι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «με τη σιγαλή [[λαλιά]] τον ήλιο προσκαλούσι», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «προσκαλέσαντες τοὺς Βοιωτούς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ως ανώτερη [[αρχή]] ή με μια επίσημη [[ιδιότητα]] (α. «προσκλήθηκε ως [[μάρτυρας]] κατηγορίας» β. «το διοικητικό [[συμβούλιο]] προσκάλεσε τους μετόχους σε γενική [[συνέλευση]]»)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να έλθει ή να παρευρεθεί [[κάπου]], να μετάσχει σε μια [[εκδήλωση]] (α. «[[προσκαλώ]] σε [[γεύμα]]» β. «στον γάμο τους προσκάλεσαν μόνον τους στενούς συγγενείς και φίλους» γ. «ο [[δήμος]] προσκαλεί στα [[εγκαίνια]] του ιδρύματος όλους τους δημότες»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο προσκεκλημένος</i>, <i>η προσκεκλημένη</i> και <i>προσκαλεσμένος</i>, <i>προσκαλεσμένη</i><br />αυτός που έχει προσκληθεί να συμμετάσχει σε μια [[εκδήλωση]] ή να παρευρεθεί [[κάπου]] («στην [[τελετή]] προσήλθαν όλοι οι προσκεκλημένοι»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προσκαλώ]] υπό τα όπλα» — [[επιστρατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαγορεύω]] κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («προσκαλῶ ὀνόματι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]], [[διεγείρω]] («προσκαλῶ ἔκκρισιν», Σωρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[εγκαλώ]] στη [[δικαιοσύνη]], [[ενάγω]] («προσκαλοῦμαι σ', ὦ γέρον, ὕβρεως» — σε [[εγκαλώ]] στο δικαστήριο, γέροντα, για [[εξύβριση]], <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[καλώ]] [[προς]] τον εαυτό μου («προσκαλεῑται Ξενοφώντα ἐκ τοῦ ἑλληνικοῡ στρατεύματος», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[καλώ]] σε βοήθειά μου («[[τίνα]] σπουδὴν ποιεῖσθαι προσκαλέσασθαι βουλόμενοι Θετταλοὺς και Θηβαίους», Φιλίππ.)<br />δ) [[προσκαλώ]] ως μάρτυρα κάποιον («προσκαλεῑσθαι τὸν δεόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> καλούμαι στο δικαστήριο, παραπέμπομαι σε [[δίκη]] («[[λιποταξίου]] προσεκλήθη» — παραπέμφθηκε στο δικαστήριο για [[λιποταξία]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ προσκληθείς</i><br />[[άτομο]] που κλήθηκε στο δικαστήριο. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
προσκαλῶ, -έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν καλῶ
καλώ κάποιον να έλθει σ' εμένα, τον φωνάζω, του παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι
β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο προσκαλούσι», Ερωτόκρ.
γ. «προσκαλέσαντες τοὺς Βοιωτούς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. καλώ κάποιον ως ανώτερη αρχή ή με μια επίσημη ιδιότητα (α. «προσκλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας» β. «το διοικητικό συμβούλιο προσκάλεσε τους μετόχους σε γενική συνέλευση»)
2. παρακαλώ κάποιον να έλθει ή να παρευρεθεί κάπου, να μετάσχει σε μια εκδήλωση (α. «προσκαλώ σε γεύμα» β. «στον γάμο τους προσκάλεσαν μόνον τους στενούς συγγενείς και φίλους» γ. «ο δήμος προσκαλεί στα εγκαίνια του ιδρύματος όλους τους δημότες»)
3. (η μτχ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο προσκεκλημένος, η προσκεκλημένη και προσκαλεσμένος, προσκαλεσμένη
αυτός που έχει προσκληθεί να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση ή να παρευρεθεί κάπου («στην τελετή προσήλθαν όλοι οι προσκεκλημένοι»)
4. φρ. «προσκαλώ υπό τα όπλα» — επιστρατεύω
αρχ.
1. προσαγορεύω κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («προσκαλῶ ὀνόματι», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. προκαλώ, διεγείρω («προσκαλῶ ἔκκρισιν», Σωρ.)
3. μέσ. προσκαλοῦμαι, -έομαι
α) εγκαλώ στη δικαιοσύνη, ενάγω («προσκαλοῦμαι σ', ὦ γέρον, ὕβρεως» — σε εγκαλώ στο δικαστήριο, γέροντα, για εξύβριση, Αριστοφ.)
β) καλώ προς τον εαυτό μου («προσκαλεῑται Ξενοφώντα ἐκ τοῦ ἑλληνικοῡ στρατεύματος», Ξεν.)
γ) καλώ σε βοήθειά μου («τίνα σπουδὴν ποιεῖσθαι προσκαλέσασθαι βουλόμενοι Θετταλοὺς και Θηβαίους», Φιλίππ.)
δ) προσκαλώ ως μάρτυρα κάποιον («προσκαλεῑσθαι τὸν δεόμενον», Πλάτ.)
4. παθ. καλούμαι στο δικαστήριο, παραπέμπομαι σε δίκη («λιποταξίου προσεκλήθη» — παραπέμφθηκε στο δικαστήριο για λιποταξία, Δημοσθ.)
5. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ προσκληθείς
άτομο που κλήθηκε στο δικαστήριο.