κατόπισθεν: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατόπισθεν]] (ΑΜ, Α και [[κατόπισθε]] και [[κατόπιθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>τοπ.</b> [[κατόπιν]], από [[πίσω]], [[έπειτα]] από κάποιον (α. «[[κατόπισθεν]] ἐπήγαινα καὶ ἐκεῖνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.<br />β. «[[κατόπισθε]] βαλών... δουρί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]] ταύτα, ακολούθως<br /><b>2.</b> σε δεύτερη [[μοίρα]] («ἁ δ' ἀρετὰ [[κατόπισθεν]] | |mltxt=[[κατόπισθεν]] (ΑΜ, Α και [[κατόπισθε]] και [[κατόπιθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>τοπ.</b> [[κατόπιν]], από [[πίσω]], [[έπειτα]] από κάποιον (α. «[[κατόπισθεν]] ἐπήγαινα καὶ ἐκεῖνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.<br />β. «[[κατόπισθε]] βαλών... δουρί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]] ταύτα, ακολούθως<br /><b>2.</b> σε δεύτερη [[μοίρα]] («ἁ δ' ἀρετὰ [[κατόπισθεν]] θνατοῖς ἀμελεῑται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄπισθεν]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:29, 28 March 2021
English (LSJ)
in Poets also κάτ-θε, Adv. of Place, A behind, after, Il.23.505, Od.22.92: c.gen., 12.148, Pancrat.Oxy.1085.14: metaph., of rank, ἁ δ' Ἀρετὰ κ. θνατοῖς ἀμελεῖται E.IA1093 (lyr.). II of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.22.40, 24.546; ὁ κ. λογισμός Pl.Ti.57e, cf. Thgn.280; also κ. λιποίμην Od.21.116, cf. Pl.R. 363d.
Greek (Liddell-Scott)
κατόπισθεν: παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως -θε, ἐπίρρ. τόπου, ὀπίσω, ὄπισθεν, τοπικῶς ἐκ τῶν νώτων, Ἰλ. Ψ. 505, Ὀδ. Χ. 92· μετὰ γεν., Ὀδ. Μ. 148·- μεταφ., ἐπὶ τάξεως, ἁ δ’ ἀρετὰ κατ. θνατοῖς ἀμελεῖται, ὑποτιμωμένη, ἐν ὑστέρᾳ μοίρᾳ τιθεμένη, Εὐρ. Ι. Α. 1093, πρβλ. μετόπισθε. II. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, ἀκολούθως, τοῦ λοιποῦ, Ὀδ. Χ. 40., Ω. 546· ὁ κ. λογισμός Πλάτ. Τίμ. 57D, πρβλ. Θέογν. 280·- ὡσαύτως, κ. λιπέσθαι, = καταλιπέσθαι, νὰ καταλίπῃ τις ὀπίσω του, μετὰ τὸν θάνατόν του, Ὀδ. Φ. 116, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363D.
French (Bailly abrégé)
poét. κατόπισθε;
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; fig. (être laissé) en arrière, être négligé, dédaigné ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite : κατόπισθεν λιπέσθαι OD être laissé ou rester ensuite.
Étymologie: κατά, ὄπισθεν.
English (Autenrieth)
in the rear, behind; w. gen., Od. 12.148; of time, in the future, afterwards.
Greek Monolingual
κατόπισθεν (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν)
επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῖνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.
β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως
2. σε δεύτερη μοίρα («ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῖς ἀμελεῑται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄπισθεν.
Greek Monotonic
κατόπισθεν: στους Ποιητές, επίσης -θε, επίρρ.,
I. όπισθεν, στο πίσω μέρος, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για το χρόνο, από δω κι εμπρος, εφεξής, έκτοτε, στο ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-όπισθεν ep. ook -όπισθε, adv. van plaats achter, van achteren; overdr.. ἁ δ ’ Ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῖς ἀμελεῖται deugd wordt door stervelingen genegeerd en achtergesteld Eur. IA 1093. van tijd voortaan, in het vervolg.
Middle Liddell
I. behind, after, in the rear, Hom.; c. gen., Od.
II. of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.