σίντης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0883.png Seite 883]] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, [[φάλαγξ]], Nic. Th. 715.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0883.png Seite 883]] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, [[φάλαγξ]], Nic. Th. 715.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pillard, voleur, rapace.<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pillard, voleur, rapace.<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίντης Medium diacritics: σίντης Low diacritics: σίντης Capitals: ΣΙΝΤΗΣ
Transliteration A: síntēs Transliteration B: sintēs Transliteration C: sintis Beta Code: si/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715. 2 Subst., = ἔχις, ib.623. 3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115. 4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

English (Autenrieth)

ravening. (Il.)

Greek Monolingual

και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.

Greek Monotonic

σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

σίντης: ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный (λέων, λύκοι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.

Middle Liddell

σίντης, ου, ὁ, σίνομαι
destructive, ravenous, of wild beasts, Il.