χορεῖος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χορεῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ стих. (sc. [[πούς]])<br /><b class="num">1)</b> хорей или трохей (стопа ‒∪);<br /><b class="num">2)</b> Plut., Cic. = [[τρίβραχυς]].<br />плясовой танцевальный: ὁ χ. [[θεός]] Plut. = [[Διόνυσος]].
|elrutext='''χορεῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ стих. (sc. [[πούς]])<br /><b class="num">1)</b> [[хорей или трохей]] (стопа ‒∪);<br /><b class="num">2)</b> Plut., Cic. = [[τρίβραχυς]].<br />плясовой танцевальный: ὁ χ. [[θεός]] Plut. = [[Διόνυσος]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορεῖος Medium diacritics: χορεῖος Low diacritics: χορείος Capitals: ΧΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: choreîos Transliteration B: choreios Transliteration C: choreios Beta Code: xorei=os

English (LSJ)

α, ον, A of or belonging to a chorus or dance, ἀοιδή A.R.2.714, cf. Ael.NA2.11; epithet of Dionysus, Plu.2.680b; of Antinous, IG22.1105 Ab10, Ac3; χορεῖοι (sc. ἀγῶνες) CIG5328 (Teuchira). II in metre, χορεῖος, ὁ, = τροχαῖος, Cic.de Or.3.50.193, Plu.2.1141b. 2 = τρίβραχυς, D.H.Comp.17,18, Aristid.Quint.1.22. III pl. χορεῖα, τά, thank-offerings for victory of a chorus, IG11(2).161B13 (Delos, iii B. C.), BCH35.260 (ibid.), Inscr.Délos 442A189 (ii B. C.). 2 fee for right of attendance at rites of ὑμνῳδοί, IGRom.4.353D21 (Pergam., ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1365] zum Chor, zum Tanz gehörig. – In der Metrik ὁ χορεῖος, sc. πούς, = τροχαῖος, auch = τρίβραχυς, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

χορεῖος: -α, -ον, (χορὸς) ὁ ἀνήκων εἰς χορόν, χορεῖόν τι καὶ ἐμμελὲς ὁμορροθοῦντες Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 11· ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 680Β· χορεῖοι (ἐξυπακουομ. ἀγῶνες) Συλλ. Ἐπιγρ. 5328. ΙΙ. ἐν τῇ Μετρικῇ, ὁ χορεῖος, ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται χόριος, =τροχαῖος ἢ (ἐνίοτε) τρίβραχυς, αὐτόθι 1141Β, Κικ. de Or. 3. 50.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne les chœurs, les danses;
2 qui préside aux chœurs, aux danses.
Étymologie: χορός.

Greek Monolingual

ο / χορεῑος, -εία, -εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α
το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος
(στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον
τόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι, χορευταριά
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. είδος εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χορεῑος
προσωνυμία του Διονύσου
3. το ουδ. ως ουσ. α) φιάλη που αποτελούσε έπαθλο χορού
β) (κατά τον Ησύχ.) i) «χορεῑον
διδασκαλεῑον»
ii) «χορεῑον
αὔλημά τι»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ χόρευσις»
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χορεῑα
α) πληρωμή για το δικαίωμα συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδών
β) γιορτή, πιθανώς προς τιμήν του Διονύσου
γ) ευχαριστήρια προσφορά χορού για νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. -εῖος (πρβλ. σπονδ-εῖος)].

Russian (Dvoretsky)

χορεῖος: II ὁ стих. (sc. πούς)
1) хорей или трохей (стопа ‒∪);
2) Plut., Cic. = τρίβραχυς.
плясовой танцевальный: ὁ χ. θεός Plut. = Διόνυσος.