καταλογάδην: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katalogadin | |Transliteration C=katalogadin | ||
|Beta Code=kataloga/dhn | |Beta Code=kataloga/dhn | ||
|Definition=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[by way of conversation]], [[in prose]], καταλογάδην [[συγγράφειν]], καταλογάδην [[διηγεῖσθαι]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>177b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ly.</span>204d</span>; <b class="b3">τὰ καταλογάδην συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, <span class="bibl">Isoc.2.7</span>; οἱ | |Definition=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[by way of conversation]], [[in prose]], καταλογάδην [[συγγράφειν]], καταλογάδην [[διηγεῖσθαι]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>177b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ly.</span>204d</span>; <b class="b3">τὰ καταλογάδην συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, <span class="bibl">Isoc.2.7</span>; οἱ καταλογάδην [[ἴαμβος|ἴαμβοι]] <span class="bibl">Ath.10.445b</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.694</span>, Plu.2.316d, <span class="title">IG</span>7.418 (Oropus), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.3a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[in detail]], [[longwindedly]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>2.238D.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:13, 19 June 2021
English (LSJ)
Adv. A by way of conversation, in prose, καταλογάδην συγγράφειν, καταλογάδην διηγεῖσθαι, Pl.Smp.177b, Ly.204d; τὰ καταλογάδην συγγράμματα, opp. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα, Isoc.2.7; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, IG7.418 (Oropus), Jul.Or.1.3a. 2 in detail, longwindedly, Steph.in Hp.2.238D.
German (Pape)
[Seite 1361] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.
Greek (Liddell-Scott)
καταλογάδην: Ἐπίρρ., ὡς ὁμιλεῖ ἢ διαλέγεταί τις ἐν πεζῷ λόγῳ, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 177Β, Λυσ. 204D· τὰ κ. γράμματα, ἐναντίον τοῦ τὰ μετὰ μέτρου, Ἰσοκρ. 2. 7· οἱ κ. ἴαμβοι Ἀθήν. 445Β· «ἃ μὲν καταλ. ἅ δ’ ἐν μέτρῳ» Σουΐδ.· τὰ ἔπη τῶν κ. εὐμνημονευτότερα Σχολ. Πλάτ.· ἐν τοῖς δίχα μέτρου καὶ κ. Πλουτ. Ἠθ. 316· τὰ κ. ἐναντ. πρὸς τὰ ἔμμετρα Ἀθήν. 635.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le langage de la conversation, en prose.
Étymologie: καταλέγω, -δην.
Greek Monolingual
(AM καταλογάδην)
επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λογ-άδ-ην (< λογάς < λέγω)].
Greek Monotonic
καταλογάδην: [ᾰ], επίρρ. (καταλέγω), κατά την πορεία της συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λογάδην, adv., in proza:; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν lofredes in proza schrijven Plat. Smp. 177b; subst. οἱ καταλόγαδην proza auteurs.
Russian (Dvoretsky)
καταλογάδην: (γᾰ) adv. в форме разговора, разговорным языком, т. е. в прозе, прозой (ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.): τὰ κ. γράμματα Isocr. и γεγραμμένα Plut. произведения в прозе.
Middle Liddell
καταλέγω
by way of conversation, in prose, Plat.